Θεσσαλονίκη…
Ο Μάρκος βημάτιζε σαν το αγρίμι στο κλουβί μέσα στο γραφείο του, πέρναγε και ξαναπέρναγε τα χέρια μέσα από τα πυκνά μαλλιά του, κράταγε τα αποτελέσματα στα χέρια του και δεν πίστευε στα μάτια του, έκανε τον κύκλο από το μεγάλο γυάλινο έπιπλο και πήγε μπροστά στην μπαλκονόπορτα τράβηξε το στορ και κοίταξε έξω. Κάπου είχε γίνει λάθος το ένιωθε, τα μάτια του ρουφούσαν την ηρεμία του Θερμαϊκού λες και μέσα από το χρώμα της θάλασσας θα έβρισκε την λύση στο λάθος. Τίποτα όσο και να κοίταζε τίποτα, έχωσε τα χέρια στις τσέπες του λινού μπλε παντελονιού του και τέντωσε τον κορμί του, ο αέρας μέσα στο χώρο μύριζε από το τσιγάρο του και την κολόνια του.
Ήταν ωραίος άνδρας γύρω στα σαράντα πέντε με πυκνά κάπως μακριά μαλλιά που είχαν γκριζάρει αλλά δεν φαινόταν ακόμα γιατί είχαν ένα γλυκό ξανθό χρώμα, πράσινα μάτια, το ύψος του έφτανε το ένα και ενενήντα ήταν δεμένος και γυμνασμένος, παντρεμένος χρόνια με την Μαίρη από παιδιά μαζί και τελικά βρέθηκε στα εικοσιπέντε του παντρεμένος μαζί της, δεν είχαν παιδιά ήταν κάτι που δεν του συγχώρεσε ποτέ η γυναίκα του με αποτέλεσμα ούτε να χωρίζουν αλλά ούτε και να είναι μαζί, ο καθένας έκανε την ζωή του απλά συγκατοικούσαν, ο ένας εκδικούταν τον άλλο με έναν δικό του τρόπο.
Με μια δρασκελιά βρέθηκε στο μπαράκι στην δεξιά εσοχή του γραφείου του έπιασε στα χέρια του ένα μπουκάλι ουίσκι γέμισε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι. Όπως το λιοντάρι ορμάει στην τροφή του όρμησε στο τηλέφωνο
- Πες στον Αργυρίου να έρθει μέσα
Ακούμπησε στο κάθισμα και περίμενε, δεν μπορεί ο Δημήτρης θα είχε κάποια απάντηση το βλέμμα του έπεσε στον γελωτοποιό που είχε πάνω στο γραφείο του και δίπλα από τον υπολογιστή του ήταν σουβενίρ από το ταξίδι που είχε κάνει στην Βενετία πριν λίγο καιρό δεν συνήθιζε να κρατά αναμνηστικά αλλά αυτό του έκανε κλικ με την πρώτη, μάλιστα για να το πάρει σχεδόν το άρπαξε από τα χέρια μιας γυναίκας που έκαναν την ίδια κίνηση την ίδια στιγμή να το πάρουν, ακόμα θυμάται τα μάτια της πως τον κοίταξαν πριν χαλαρώσει το χέρι της εκείνη γιατί για κλάσματα δευτερολέπτου είχε απλώσει εκείνος το χέρι του. Οι σκέψεις του διακόπηκαν από το τηλέφωνο το έπιασε
- Σου είπα να έρθεις εδώ και όχι να μου τηλεφωνήσεις
- Πες μου τι με θες έχω δουλειά
- Αν η δουλειά σου είναι ξανθιά και με καμπύλες ξέχνα το δεν είναι η μέρα της σήμερα έλα αμέσως
Τα πέντε λεπτά που έκανε ο Δημήτρης να τελειώσει την δουλειά του έβαλαν τον Μάρκο σε πιο βαθιά σκέψη, δεν γινόταν το λάθος ήταν χοντρό ποιος θα έκανε ένα τόσο μεγάλο άνοιγμα χωρίς να ενημερώσει? Ο Δημήτρης μπήκε εκνευρισμένος στο γραφείο του
- Τι με θες ρε Μάρκο? Εσύ άμα έχεις καμιά πιτσιρίκα στο γραφείο εγώ σε ενοχλώ?
Του πέταξε τα χαρτιά μπροστά του,
- Τι είναι αυτά?
- Εμένα ρωτάς μαζί με τον Ευαγγελινό δεν τα φτιάξατε? Για να δω καλύτερα, μα ναι βέβαια είναι το εξαγωγικό πλάνο πριν πας Βενετία, τι θες τώρα ρώτα τον Ευαγγελινό να σου πει
- Τι μου λες τώρα? Ότι αυτή την μαλακεία την έκανα εγώ?
- Ρε Μάρκο τι με ρωτάς!!! Μαζί με τον άλλο δεν τα κανονίσατε πριν πας στο συνέδριο
- Πόσο γελοίος μπορείς να είσαι μερικές φορές, φώναξε τον Ευαγγελινό να έρθει εδώ!
- Δεν ήρθε σήμερα άστο ή το βραδάκι ή αύριο, με θες τίποτε άλλο?
- Πήρε τηλέφωνο ο Χρήστος να πει πως δεν θα έρθει?
- Εννοείς πως πρέπει να κάνω και την δουλειά της Τέτας? Πες το μου και αυτό να πρέπει να ξέρω πότε έρχεται ποιος και πότε, θες τίποτε άλλο?
- Όχι ευχαριστώ θα τα πούμε μετά
- Δεν μου λες? Πάμε το βραδάκι για ποτό στου Κυριάκου και μετά για φαγητό στου Μπένυ?
- Ωραία ιδέα θα πάρεις την Αντωνία να πάρω και την Μαίρη?
Τα μάτια του Δημήτρη σκοτείνιασαν για μια στιγμή αλλά φόρεσε το προσωπείο του και απάντησε ανέμελα
- Τι τις θες ρε μαλάκα τις γυναίκες πάμε οι δύο μας και αν θες σώνει και ντε γυναίκες έχω κάτι πιπίνια να σου φέρω να σου πεταχτούν τα μάτια
- Άσε !! προτιμώ οι δυό μας κατά τις δέκα είναι καλά?
- Τέλεια να περάσω να σε πάρω?
- Όχι θα μείνω εδώ θα τα πούμε στον Κυριάκο
Ο Δημήτρης γύρισε την πλάτη του και έφυγε, ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον Μάρκο, ψιλός και αυτός αλλά μελαχρινός μεγαλύτερος από εκείνον γύρω στα πέντε χρόνια, γλοιώδης για τους άλλους αλλά πολύτιμος για όλους, ψημένος στα οικονομικά, γνώστης, σχεδόν Μύστης, σε ότι οικονομική λοβιτούρα μπορεί να βάλει ανθρώπου νους ο Δημήτρης ήταν μέσα το γνώριζε πριν καν γίνει. Όταν γνωρίστηκαν ήταν ακόμα παιδιά ο Μάρκος πήγαινε ακόμα σχολείο και εκείνος ότι είχε τελειώσει, μια οικογενειακή εκδρομή και από τις δυο μεριές ήταν η αρχή της γνωριμίας τους, οι γονείς του Δημήτρη ότι είχαν γυρίσει από την Γερμανία όπου έμεναν τα τελευταία 30 χρόνια μαζί με τα δύο τους παιδιά και είχαν έρθει να φιλοξενηθούν σε ένα σπίτι πολύ κοντά στο σπίτι του Μάρκου.
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Την καλή σας την κουβέντα