Σάββατο, Σεπτεμβρίου 14, 2013

Από την Αρχή αν το θελήσεις...

... συνέχεια...



Από μικρός ο Μάρκος αρέσκονταν να πηγαίνει στο ποτάμι της περιοχής και να κολυμπάει, έτσι και εκείνη την ημέρα μόνο που είχαν πάει οικογενειακώς το ίδιο και οι γονείς του Δημήτρη, δεν ήταν και δύσκολα να πιάσουν αμέσως οι γονείς κουβέντα και τα αγόρια να παίζουν στην όχθη, κάποια στιγμή πάνω στο παιχνίδι ο Δημήτρης έκανε κάτι πολύ παράτολμο, ανέβηκε σε μια ιτιά και βούτηξε μέσα στο νερό. Οι γονείς περίμεναν να τον δουν να ξανανεβαίνει, τα δευτερόλεπτα ήταν αιώνες. Ο Μάρκος απλά κοίταγε και ζύγιαζε την κατάσταση, γύρισε και είδε τους γονείς να είναι έτοιμοι να βουτήξουν, δεν το σκέφτηκε καθόλου, με ένα αποφασιστικό νεύμα τους είπε να κάνουν πίσω, κατά ένα παράξενο τρόπο και οι τέσσερις γονείς έμειναν πίσω, βούτηξε στο νερό από την ίδια μεριά που είχε βουτήξει και ο Δημήτρης ποταμίσιο το νερό δεν θα μπορούσε να κολυμπήσει και ήρεμο δεν θα μπορούσε να τον παρασύρει, τον βρήκε, τον έπιασε, τον άρπαξε λες και έπιανε κάτι πολύτιμο και τον τράβηξε πάνω, στην προσπάθεια του αυτή και ταλαντεύοντας το σώμα του έγδαρε το στήθος του το κόψιμο ήταν τόσο βαθύ που κόντευε να λιποθυμήσει από τον πόνο, αλλά τον Δημήτρη τον έβγαλε έξω.

Μόλις τα δυο παιδιά ξάπλωσαν στην όχθη τότε μόνο ο Μάρκος έχασε τις αισθήσεις του, συνήλθε στο Νοσοκομείο, από τότε τα δυο παιδιά είναι αχώριστοι.

Το τηλέφωνο διέκοψε τις σκέψεις του

-         Λέγε

-         Πρέπει να ενημερωθείτε για κάτι

-         Σε ακούω

-         Πρόκειται για τον κο. Ευαγγελινό

-         Πες το

-         Βρέθηκε νεκρός το πρωί στο αυτοκίνητό του

-         Τι λες?

-         Μας ενημέρωσε πριν πέντε λεπτά η οικονόμος του

Έπεσε πίσω και χαλάρωσε τον κόμπο από την γραβάτα του ο Χρήστος νεκρός! Απίστευτο … σήκωσε το ακουστικό

-         Δημήτρη έλα λίγο σε παρακαλώ

-         Τώρα?

-         Ναι τώρα.

Τώρα τι γίνεται? Ο Χρήστος νεκρός.

-         Τι είναι ρε πάλι

Του κλώτσησε την καρέκλα

-         Κάτσε

-         Θα μου πεις?

-         Ο Ευαγγελινός είναι νεκρός

-         Τι? Δεν μιλάς σοβαρά?  δεν υπάρχει αυτό που λες έτσι?

-         Με ξέρεις να κάνω τέτοιες πλάκες? Πήρε η οικονόμος του τηλέφωνο, μου το είπε η Ντόρα μόλις

-         Καλά πως……

-         Τον βρήκαν νεκρό στο αυτοκίνητο του το πρωί

-         Και τώρα τι θα γίνει? Έχουμε του κόσμου τις δουλειές και εκκρεμότητες που θα βρω άλλο να προλάβει να ενημερωθεί …….

-         Τι λες ρε Δημήτρη εδώ πέθανε ο άνθρωπος και εσύ μου λες μαλακίες για οικονομικά και εκκρεμότητες? Σύνελθε τόσο πολύ έχεις διαβρωθεί? Τι άνθρωπος είσαι τελικά?

-         Φίλε μου αν σκεφτόμουν συναισθηματικά τίποτα από όλα αυτά που έχουμε καταφέρει δεν θα τα είχαμε, τίποτα από αυτά που έχεις σήμερα δεν θα τα είχες, λεφτά, αυτοκίνητα, επιχείρηση, όνομα, κατάλαβες? Όσο για το τι άνθρωπος είμαι άσε ρώτα με άλλη φορά όχι τώρα, τώρα έχουμε μια επιχείρηση να κοιτάξουμε που δυστυχώς πάει κατά διαόλου.

-         Τι εννοείς?

-         Εννοώ ότι το πλάνο που κάνατε με το μακαρίτη μας έχει βάλει μέσα γύρω στο ένα δις το οποίο αν δεν πραγματωθεί με τις ρήτρες και τους όρους που βάλατε, θα πρέπει να πληρώνουμε μέχρι τέταρτη γενεά για να το ξεχρεώσουμε, άσε που θα πάμε και μέσα, εσύ δηλαδή γιατί εγώ είμαι απλός οικονομικός, χαμογέλασε φαρδιά και τα μάτια του γυάλιζαν από κακία πίσω από τον χρυσό σκελετό των γυαλιών του

-         Αυτό θες Μήτσο? Να με δεις στον πάτο? Να με δεις στην φυλακή? Σε παρακαλώ πήγαινε έξω και κανόνισε τα της κηδείας του Ευαγγελινού, όλα τα έξοδα δικά μας, α και που είσαι μην τσιγκουνευτείς αυτός ο άνθρωπος ήταν μαζί μας τόσα χρόνια, όταν λέω τα πάντα το εννοώ.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του και πλησίασε την Ντόρα,

-         Πρέπει να βγω για λίγο κανόνισε με το γραφείο τελετών την κηδεία του άχρηστου του Ευαγγελινού και κανόνισε και σικάτα αλλά και οικονομικά.

Ο Δημήτρης κατέβηκε στο υπόγειο γκαράζ και πριν μπει στο αυτοκίνητο μίλησε στο κινητό του

-         Σε δέκα λεπτά στο σημείο που ξέρεις.

Η Λεωφόρος ήταν γεμάτη από αυτοκίνητα, κόσμο, κόρναρε ξανά και ξανά σε λίγο θα ήταν στον προορισμό του,  ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν και κάπου από το βάθος ακούγονταν βροντές. Το πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο έστριψε απότομα, οδηγούσε λες και ήθελε να τιμωρήσει κάποιον, το ένα χέρι στο τιμόνι το άλλο στο λεβιέ των ταχυτήτων, οδηγούσε σαν τρελός, έφτασε, έπαιξε λίγο τα φώτα και περίμενε, είδε την απάντηση και σταμάτησε, η βροχή δυνάμωνε δεν βγήκε από το αμάξι, ο τύπος τον πλησίασε κατέβασε το τζάμι και του έδωσε ένα φάκελο

-         Έκανες καλή δουλειά πότε φεύγεις?

-         Σύντομα, είναι όλα?

-         Όλα όσα είπαμε

Τα άρπαξε και άρχισε να τα μετράει

-         Οκ, πάντα στην διάθεσή σου

-         Δεν θα σε ξαναχρειαστώ καμπούρη

-         Ε! μην το λες αυτό όλο και κάπου μπορεί να σου φανώ χρήσιμος μην ξεχνάς ότι έχεις και μια γυναίκα που μου έλεγες,

-         Αυτό καμπούρη θα το κάνω μόνος μου δεν θα χρειαστώ βοήθεια πάρε δρόμο τώρα

Ο καμπούρης ανέβηκε στην μηχανή του και χάθηκε – με σένα θα λογαριαστώ άλλη ώρα, τώρα προς το παρών προέχει ο άλλος… μονολόγησε μέσα από τα δόντια του.
 
.... συνεχίζεται ....         
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα