Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 06, 2013

Η Κυρά του Φάρου και ο Πρίγκιπας...



 


Κάποτε είχα γνωρίσει ένα Πρίγκιπα Πολεμιστή,  που Βασιλιάς ήθελε να γίνει και την ιστορία του θα σου πω. Ήταν όμορφος άνδρας ψηλός, στιβαρός, δυνατός. Τα καστανά μαλλιά του έπεφταν αγέρωχα στους ώμους του και στα μάτια του έκλεινε όλες τις Ελπίδες των γυναικών. Εκείνος όμως έλεγε πως την καρδιά και την ζωή του θα την δώσει σε μια Κυρά μονάχα, την Κυρά του Φάρου που το κάστρο της είχε στην άκρη της θάλασσας. Ήταν η Κυρά της καρδιάς του και της ζωής του, την αγαπούσα πέρα και πάνω απ’ όλα, όμως το μαράζι της σκλαβιάς του Βασιλείου του τον έτρωγε, υποσχέθηκε λοιπόν πως θα γυρίσει κοντά της όταν καταφέρει να Λευτερώσει το Βασίλειο του, εκείνη το κατάλαβε και του έδωσε το μαντήλι της μαζί με ένα γλυκό φιλί για καλή τύχη.

Και έτσι ξεκίνησε ο Πρίγκιπας.   

‘Έπεφτε με όλο του το Είναι στη Μάχη και το Κακό ξερίζωνε, με τους στρατιώτες του ήταν φίλος καλός και κάθε βράδυ που γύριζαν από την κάθε αναμέτρηση υποκλινόταν μπροστά τους και τους έλεγε «σας ευχαριστώ και για σήμερα».

Οι συμπολεμιστές του τον αγαπούσαν πολύ και οι Εχθροί του τον υπολόγιζαν όσο τίποτε άλλο. Τον είχαν Μυθοποιήσει, τον έβλεπαν πάνω στο άλογο του ατρόμητο με το σπαθί στο χέρι και οι περισσότεροι Στρατοί έκαναν πίσω πριν καν αρχίσει η Μάχη.

Οι Βάρδοι της εποχής τον περιέγραφαν με φτερά στους ώμους, με λευκά φτερά, να καλπάζει σε χώρες και Ηπείρους και Νικητής να βγαίνει.
Γυναίκες νειες και κόρες όμορφες κεντούσαν την μορφή του σε μεταξωτά κεντίδια, τραγουδώντας αγάπης σκοπούς και για τον γυρισμό του λόγια.

Εκείνος όμως πιστός στο σκοπό του έπεφτε από τη μία Μάχη στην άλλη.
Οι πληγές του πολλές και τα σημάδια ακόμα περισσότερα. Όμως αυτός να επιμένει και να ξέρει πως θα τα καταφέρει.
Ένα Χειμώνα σε μια επέλαση σε ένα μαύρο Βασίλειο λαβώθηκε σοβαρά, έμεινε ακίνητος αρκετό καιρό. Ένα πρωί καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί πρόβαλλε μπροστά του μια γυναίκα πανέμορφη, μια γυναίκα που η θωριά της υμνούνταν καιρό και την είχε ακούσει και εκείνος.

Ήταν η Βασίλισσα του Μαύρου Βασιλείου, ο στρατός της τον είχε πληγώσει βαριά. Του έριξε στα πόδια τα κλειδιά της πόλης και του Πύργου της, τον παρακάλεσε να μείνει κοντά της και να βασιλέψουν μαζί, κυβερνήτες σε ένα κόσμο καινούργιο που μαζί θα έφτιαχναν από την αρχή. Ω ναι ήταν τόσο όμορφη και το Βασίλειο τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να αρνηθεί ο Πρίγκιπας. Έκρυψε το μαντήλι της Κυράς του Φάρου, έκλεισε αυτιά και μάτια και μαζί της πήγε.

Ένα βράδυ σε ένα συμβούλιο με τους Στρατηγούς του άκουσε πως εκείνοι θα έφευγαν και θα γύριζαν πίσω στην πατρίδα τους. Στεναχωρήθηκε για λίγο ο Πρίγκιπας αλλά τον καθησύχασε η Βασίλισσα πως ο δικός της ο στρατός έφτανε και περίσσευε για την όποια εκστρατεία και αν ήθελε να κάνει. Τον έπεισε πως οι στρατιωτικοί του θα του έπαιρναν το Βασίλειο και πως μετά εκείνος θα το έπαιρνε πίσω φωτεινό πια, καθαρό και πλούσιο. Έτσι ο Πρίγκιπάς μας έμεινε κοντά της.

Πίσω στη χώρα του την στιγμή του γυρισμού η Κυρά του Φάρου έτρεχε να τον προϋπαντήσει, μάταια όμως, εκείνος δεν ήταν πουθενά. Μόνο οι στρατιώτες του γύρισαν, ρώτησε αν είχε χαθεί στη Μάχη, φώναξε πως έπρεπε να τον έφερναν στο τόπο του έστω και νεκρό. Ο Στρατηγός του της είπε την αλήθεια, να μην τον περιμένει όχι γιατί πέθανε, αλλά γιατί τον κράτησε κοντά της η Μαύρη Βασίλισσα. Η Κυρά του Φάρου με μια κίνηση έπιασε τον ασημένιο λύκο που είχε στο λαιμό της φυλαχτό που της είχε δώσει εκείνος, να την προσέχει για όσο καιρό θα έμενε εκείνος μακριά της. Δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και στο κάστρο της κλείστηκε πάλι.
Στο Μαύρο Βασίλειο όλα πήγαιναν όπως τα είχε κανονίσει η Βασίλισσα. Ο Πρίγκιπας σκλάβος της ομορφιάς της και του πλούτου κόντευε να ξεχάσει την ζωή του. Μάχες κέρδιζε που ήταν πληρωμένες από εκείνη και δεν το ήξερε, εδάφη ήδη αγορασμένα κατακτούσε και δεν το ήξερε. Τις νύχτες στη σκηνή του μεθυσμένος από το ποτό και τις Νίκες, ύπνος βαρύς με εφιάλτες τον στοίχειωνε. Αλλά τα πρωινά πάλι σαν αγρίμι έπεφτε στη Μάχη.

Ώσπου κάποια στιγμή οι Πόλεμοι τέλειωσαν, τα θησαυροφυλάκια της Μαύρης Βασίλισσας γέμισαν με όλο το χρυσάφι του γνωστού κόσμου και ενώ θα περίμενε κανείς να χαρούν τον έρωτά τους και ευτυχισμένοι να ζήσουν και παιδιά να κάνουν, εκείνη του ζήτησε να φύγει. Του είπε πως τώρα πια δεν τον χρειαζόταν και πως έπρεπε να της αδειάσει την μεριά του θρόνου γιατί κάποιος άλλος θα έπαιρνε τη θέση του δίπλα της.  
Ο Πρίγκιπας κλονίστηκε, που να πήγαινε, στον τόπο του δεν μπορούσε να γυρίσει, ήταν μεγάλη η προδοσία του. Μπήκε στο καράβι του την αυγή και ανοίχτηκε στο πέλαγο, αυτός, ένας ναύτης και ένας καπετάνιος, οι μόνοι πιστοί ακόλουθοι που του είχαν απομείνει. Όπου έβρισκε λιμάνι σταματούσε και στα καπηλειά άκουγε να τραγουδούν για εκείνον, για την πίστη του, την ανδρεία του, τις μάχες του και την προδοσία του για τον τόπο του, τραγούδια άλλες φορές κοροϊδευτικά για εκείνον και την Βασίλισσα που τον ξελόγιασε, αλλά και τραγούδια για την Κυρά που είχε αφήσει πίσω αθετώντας τον λόγο του.
Η απελπισία τον έκλεβε από την ζωή και τον σκοτείνιαζε. Ένα βράδυ έπεσε σε μεγάλη φουρτούνα, ορίζοντας δεν φαινόταν πουθενά ούτε και σημάδι γης, η θαλασσοταραχή γινόταν όλο και πιο άγρια και το καράβι του σαν καρυδότσουφλο χτύπαγε στα κύματα. Τα πανιά σκίζονταν και τα σχοινιά από τα ξάρτια έσπαγαν το ένα μετά το άλλο. Εκεί στην πλώρη όπως καθόταν και τον μαύρο ουρανό κοιτούσε, εκεί ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια του. « Πατρίδα μου τι έκανα; Γιατί σε άφησα και έφυγα; Στρατιώτες μου δώστε μου συγχώρεση για να περάσω στην άλλη άκρη πιο ανάλαφρος και εσύ Κυρά του Φάρου δώσε άφεση στο αχάριστο κουφάρι που τώρα θα πέσει στην άγρια αγκαλιά της θάλασσας και μαζί της θα με πάρει για πάντα. Σ’ αγάπησα Κυρά πολύ, αλλά δεν άξιζα κοντά σου να μείνω για αυτό οι Χίμαιρες με πήραν μακριά σου για να με δοκιμάσουν. Αν ήταν τώρα να γλυτώσω από αυτό τον ατιμωτικό θάνατο και κοντά σου να γυρίσω και στην πατρίδα μου, όλα θα τα άλλαζα και από την αρχή Νέος άνθρωπος με την ίδια καθαρή ψυχή που έφυγα, ναι όλα θα τα άλλαζα.




Άφηνε σιγά – σιγά τα χέρια του λες και ήθελε να παρασυρθεί πάλι, αλλά αυτή τη φορά σε βέβαιο θάνατο μόνη του παρέα το μαντήλι της Κυράς. Ο Ναύτης του τον πλησίασε «Πρίγκιπα κάνε κουράγιο, στεριά μπροστά και είναι η πατρίδα».




Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και η βροχή του μαστίγωνε το πρόσωπο και όλο του το σώμα, ένα «Ευχαριστώ» φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει και εκεί όπως έπεσε στα γόνατα είδε με την άκρη του ματιού του το φως του Φάρου να αναβοσβήνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα