Μπορεί ο Έρωτας να σε τρελάνει τόσο που να χάσεις την Λογική σου? Να ξεχάσεις ποιος είσαι? Να απαρνηθείς τα πάντα? Να σκοτώσεις?
Υπάρχουν δυο λέξεις - έννοιες στη ζωή μας που όλοι λίγο πολύ τις έχουμε πει, τις έχουμε απογειώσει σε αίσθηση, αλλά, έχουμε καταπλακωθεί από αυτές το ΠΟΤΕ και το ΠΑΝΤΑ....
Μήδεια...
Εδώ στα Ηλύσια Πεδία αθάνατη και ήσυχη πια από κατάρες και ερινύες βγάζω βόλτα τις αναμνήσεις μου κάθε ξημέρωμα και τις μαζεύω με την πρώτη δύση του Ήλιου. Ήρεμη από το φτιαχτό και ακούραστη από το αφτιασίδωτο αφήνω τις λέξεις να ξεπηδήσουν και να λυτρώσουν έστω για λίγο την αναζήτηση.
Γεννήθηκα στην Κολχίδα από σπέρμα Βασιλιά και μήτρα Ιερή. Από παιδί τα παιχνίδια μου ήταν τελετουργίες και μάθηση ιέρεια από τα μικρά μου χρόνια . Χέρι άνδρα μέχρι τα είκοσι χρόνια μου δεν με άγγιξε, βλέμμα ερωτικό αρσενικού δεν τολμούσε να με ταράξει. Έτσι έπρεπε, έτσι ήταν γραφτό. Οι Μοίρες την πορεία μου είχαν διαγράψει και την έβλεπαν να ξετυλίγεται. Λίγο πριν το Εαρινό Ηλιοστάσιο της ήβης μου σε μια τελετουργία είδα το καράβι που πετούσε πάνω από τα κύματα να έρχεται σε μας. Όμορφος στεκόταν Εκείνος στην άκρη του και κοίταγε προς εμάς. Τους οδηγούσαν οι Νεφέλες για να μην τους δουν οι εχθροί τους με τα αδιάκριτα μάτια και τα τρομερά όπλα. Ήταν όμορφος, ψηλός, με μια γλυκιά χρυσή φορεσιά που μπορούσα μόνο εγώ να δω, διαφορετικός και από την μορφή του πατέρα μου και του αδερφού μου ή όποιου μέχρι τώρα στη χώρα μου είχε έρθει, είτε ταξιδιώτη είτε συμμάχου.
Τα βράδια καθόμουν στο αίθριο της κάμαράς μου και τον κοιτούσα χωρίς να το ξέρει εκείνος. Τον έβλεπα καθαρά, τα γαλάζια μάτια του ίδιο χρώμα με αυτό της θάλασσας, το κορμί του δυνατό και το μυαλό του ακόμα δυνατότερο. Το τελευταίο βράδυ πριν βγει το καράβι τους από τις Νεφέλες, το ήξερα πως αυτός ήταν ο άνδρας που θα ζούσα μαζί του για όλη μου τη ζωή. Ήξερα γιατί ερχόταν όπως και τόσοι άλλοι άλλωστε, ήθελε και εκείνος τα μυστικά του δέρματος του Κριαριού που ο Φρίξος είχε στον πατέρα μου χαρίσει. Ένιωθα πως μόνο αυτός θα μπορούσε να το κατακτήσει.
Το είπα μόνο στον αδερφό μου και εκείνος ούρλιαζε πως θα ήταν το τέλος όλων μας. Καταβάθος τα ήξερα και εγώ, αλλά δεν με ένοιαζε.
Μπήκε στο παλάτι και ο χώρος γέμισε από την παρουσία του, όμορφος, πόσο όμορφος ήταν. Ήμουν καθισμένη δίπλα στον πατέρα μου όταν με μυστικιστικό θράσος του ζήτησε να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Ο πατέρας μου με κοίταξε και ξέσπασε σε γέλια. Σαν φύλακας του που ήμουν μέχρι τώρα θα έπρεπε να πάρει την άδεια μου, δεν θυμάμαι ακόμα και τώρα να έδωσα ποτέ συγκατάθεση αλλά ήξερα πως ήθελα να τον βοηθήσω γιατί μπορεί να ήμουν η φύλακας αλλά ο Βασιλιάς ήταν ο άρχοντας του Δέρατος. Έτσι και έγινε ο πατέρας ήταν σίγουρος πως εκείνος δεν θα κατάφερνε ποτέ να ανταπεξέλθει στις δοκιμασίες που θα του έβαζε και έτσι το Δέρας θα έμενε πάντα εδώ πιστό στα πειράματα και τις προσταγές. Τη νύχτα πριν τη μάχη τον επισκέφτηκα και τον άλειψα με το ιερό λάδι της Αθανασίας από τα Μυστήρια της Ήρας, το μόνο που ζήτησα από μεριάς του ήταν παντοτινή αγάπη και αφοσίωση με κοίταξε μου χαμογέλασε και ορκίστηκε στους Θεούς πως θα είναι μαζί μου για πάντα. Τον πίστεψα.
Με το πρώτο φως της μέρας στο στάδιο των αγώνων έφερε σε πέρας της δοκιμασίες, αλλά ο πατέρας δεν ήθελε να παραχωρήσει την κληρονομιά του, έτσι βοήθησα να το πάρει. Τρελή από Έρωτα τον ακολούθησα μιας και η προδοσία από μεριάς μου ήταν τέτοια που δεν θα μου επέτρεπε να μείνω άλλο στα Ιερά χώματα της χώρας μου. Έπρεπε να κρυφτούμε πριν φτάσουμε στον προορισμό της αγάπης μας έτσι δημιούργησα νέους δρόμους και βρεθήκαμε στη Δήλο, όπου αποθέσαμε θυσίες και μετά στην Κρήτη για να αποδείξω την αγάπη μου και την τέχνη μου. Κατάφερα να παγιδέψω και να εξοντώσω τον Τάλω, έτσι με αυτό τον τρόπο απέδειξα πόσο άξια είμαι για να γίνω γυναίκα του Αργοναύτη Ιάσονα με θυμάμαι να πρέπει να αποδείξω πάντα κάτι. Τον αγάπησα αυτόν τον άνδρα τον αγάπησα πολύ, έκανα όνειρα και ήθελα να ζήσω μια όμορφη ζωή μαζί του, να κάνω παιδιά να γεράσω και να πεθάνω ήσυχα σε βαθιά γεράματα καμαρώνοντας για τα παιδιά μου.
Όχι όμως, η Λάχεσις είχε άλλα σχέδια για μένα, η Κλωθώ και η Ατραπός άλλα κουβεντιάζαν όταν έπλεκαν πάνω από την κούνια μου. Από τα νερά της Ιωλκού στην φιλόξενη Κόρινθο με έφτασε ο Έρωτας και η Αγάπη, το όνειρο που μου είχε τάξει ο άνδρας που αγάπησα το έβλεπα κάθε μέρα μέσα στα μάτια του, το ζούσα κάθε νύχτα μέσα από το κορμί του. Οι Θεοί με αξίωσαν και δυο γιούς έφερα στον κόσμο, ήταν η συνέχεια του άνδρα μου, τα βλέπαμε να μεγαλώνουν και σε κάθε ευκαιρία λέγαμε πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε την Αγάπη μας οδηγό.
Ώσπου ω ει με!!!! ήρθε η ματαιοδοξία και φώλιασε στο σπιτικό μα, η φιλοδοξία γινόταν τώρα πια οδηγός μας.... Συνεχίζεται....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Την καλή σας την κουβέντα