-Πως βρέθηκες εσύ εδώ;
-Βρήκα ένα κενό ανάμεσα στα ματόκλαδά σου και χώθηκα. Όμορφα που είναι εδώ πάνω…
-Τώρα που ήρθες είναι ακόμα πιο όμορφα … ξέρεις ερχόμουν εδώ από παιδί, μου άρεσε να βλέπω από ψηλά τον κάμπο, φορτωμένο με καρπό και ανάσες … άργησες να έρθεις, γιατί;
-Γιατί τώρα μου έκανες λίγο χώρο να χωθώ…. Σε έψαχνα, σου ετοίμασα και πρωινό από αυτά που σου αρέσουν. Γέμισα το δωμάτιο με τις αγαπημένες σου μυρωδιές. Σε κοίταγα να χαμογελάς στον ύπνο σου και έλιωνα … ήθελα από τη μια να σε ξυπνήσω με ένα γλυκό φιλί και από την άλλη να παρατείνω το χαμόγελό σου, την ηρεμία στο πρόσωπό σου… Για αυτό ήρθα εδώ…… έχεις όλες σου τις αισθήσεις σε εγρήγορση παρόλο που κοιμάσαι. Εδώ μπορώ να βρεθώ κοντά σου, να σε νιώσω χωρίς να σε ξυπνήσω. Eδω που η άυλη σάρκα σωπαίνει αλλά η ψυχή της συνεχίζει να ονειρεύεται.
-Καλά έκανες και ήρθες και με βρήκες, σαν να ήταν το όνειρο αυτό μισό … Πάμε όμως τώρα. Θέλω να σου δείξω και άλλες μυρωδιές. Για να’χεις να μου σερβίρεις όποτε θα το έχω ανάγκη. Γιατί ξέρω ότι θα κινήσεις γη και ουρανό για να τις βρεις μόνο για μένα.
Είδες πόσο μαγικός είναι ο κάμπος από ψηλά; Είναι νωρίς το πρωί , όμως η γη έχει τα χρώματα του δειλινού.
Αυτό το καστανοκόκκινο χρώμα των αμπελιών είναι μοναδικό. Μπορεί τώρα το φθινόπωρο να μην έχουν καρπό, αλλά δες τα … σαν να έρανε κάποιος τα φύλλα τους με το κρασί που πρόκειται να βγάλουν. Μια κόκκινη πληγή μέσα στη μέση του κάμπου. Σαν τα χείλη σου που με πληγώνουν κάθε φορά που τα σκέφτομαι.
Να και το ποτάμι. Δεν είναι μεγάλο αλλά για τις καλλιέργειες αυτές είναι η ίδια η ζωή. Τις δροσίζει το καλοκαίρι με λιωμένο χιονόνερο και κάνει τον καρπό τους τραγανό και σφριγηλό όπως το σώμα σου.
Δίψασα ξαφνικά έλα να …..
Αισθάνθηκε ξαφνικά το στόμα του στεγνό και το λαιμό τόσο ξερό που άνοιξε τα μάτια απότομα. Περιέφερε με κόπο το βλέμμα του στο δωμάτιο. Το τζάκι σβηστό, το μυαλό ακόμα θολό. Νόμιζε πως είδε έναν περιποιημένο δίσκο στο περβάζι. Να μην είχε ξυπνήσει ακόμα; Μα ήρθε το διαπεραστικό άρωμα του φρυγανισμένου ψωμιού και του βασιλικού να διώξει το νεφέλωμα του ονείρου από τα μάτια του. Σαν να σταμάτησε για λίγο ο χρόνος, μια μυρωδιά διαφορετική τον έσπρωχνε πάλι στο όνειρο. Την είδε ξαπλωμένη δίπλα του με τα μάτια σφαλιστά και το πουκάμισο που της είχε δώσει ξεκούμπωτο, αφήνοντας ελεύθερη τη σάρκα της να αρωματίζει το σεντόνι. Χάιδεψε απαλά τη σταρένια της επιδερμίδα που ήταν σφριγηλή και ζεστή σαν τη φέτα ψωμιού που κείτονταν στο διπλανό δίσκο. Τα δάχτυλά του ταξίδεψαν στο περίγραμμα των χειλιών της που είχαν το χρώμα του ώριμου μήλου. Οι αισθήσεις του είχαν απογειωθεί. Γιατί τελικά ήταν η δική της μυρωδιά, μεθυστική σαν εκείνη του δάσους, η μυρωδιά της ομορφιάς και των σπλάχνων της που τον ξύπνησε. Αυτή που θα έκανε ακόμα πιο ονειρεμένο αυτό πρωινό. Ήταν η ίδια το πρωινό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Την καλή σας την κουβέντα