Ζωές που πορεύτηκαν στο πριν, σε πείσμα νέων καιρών και σε ποιήματα αχάριστων ποιητών…
Ψυχές που χάθηκαν σε Ωκεανούς και βγήκαν σε αφιλόξενα Νησιά παρασυρμένες από τις Σειρήνες, κυνηγημένες από την Αγάπη λες και είχαν Κατάρα από Θεούς και Ανθρώπους, χωρίς να ξαποστάσουν και Εκείνος ένιωθε πως δεν χωρούσε πουθενά, παρακαλούσε τους Θεούς να τον αφήσουν να σβήσει ήσυχα αλλά Εκείνοι δεν τον άκουγαν, παρακαλούσε τις Μούσες να σβήσουν από την Ψυχή του τον πόνο της έλλειψης αλλά Εκείνες δεν του έδιναν Σημασία. Οι Μέρες περνούσαν, οι Μήνες, οι Εποχές, τα Χρόνια, οι Αιώνες… γύριζε Πόλεις, Χωριά, Κράτη, Ηπείρους, στο διάβα του έβρισκε Ανθρώπους που γεννιόντουσαν, μεγάλωναν, πέθαιναν, Εκείνος όμως έμενε πάντα Νέος και πάντα Μόνος…
Ένα βράδυ ανέβηκε στο Ιερό Βουνό και έπεσε στα γόνατα παρακαλώντας… - Δεν αντέχω άλλο, έλεγε, δεν έχω σκοπό Ύπαρξης σε τούτο τον Κόσμο θέλω να γυρίσω πίσω, να φύγω, σε παρακαλώ Μεγάλε Θεέ άφησέ με…. Ο Μεγάλος Θεός δεν του απάντησε.
Εκείνος έφυγε από το Ιερό Βουνό πικραμένος για μια ακόμα Φορά, συνέχισε να περιπλανιέται τα βήματά του τον έβγαλαν σε μια παραλία. Εκεί αποκαμωμένος άφησε πια τα Δάκρυά του να κυλήσουν, σηκώθηκε και πήγε προς την Θάλασσα, τρελός από τον Πόνο και την Απελπισία θέλησε να δώσει τέλος στην Άσκοπη Ζωή του, βούτηξε και άφησε το Νερό να τον παρασύρει. Βούλιαζε… η Θάλασσα τον πλημύριζε σε κάθε Παλμό της και τον έπαιρνε ακόμα πιο βαθιά.
Το Τέλος του ήταν κοντά άφηνε το Κορμί του όλο και πιο πολύ και Ναι πλέον ένιωθε πως Αυτό που ήθελε περισσότερο από όλα ήταν κοντά.
Ξαφνικά κάτι τον έπιασε και άρχισε να τον τραβά!!! Μισός στην Ζωή που Μισούσε και Μισός στο Τέλος που Επιθυμούσε προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια Αδύνατον….
Σαν σε Παραζάλη κάποιος τράβαγε το Σώμα του ένιωθε μια απίστευτη Ζεστασιά αλλά τα μάτια του πια δεν άνοιγαν να δει… Δυο Χέρια τον αγκάλιαζαν το Ένιωθε, Ναι μετά από τόσους Αιώνες άρχισε να νιώθει Κάτι… με τα μάτια κλειστά ακόμα, έβλεπε τον Εαυτό του να τριγυρίζει σε δρόμους, βουνά, κοιλάδες, χωριά, πόλεις, κράτη, αλλά αυτό που τον συνέπαιρνε δεν μπορούσε να το δει. Η Καρδιά του τον άφηνε σιγά – σιγά και το Κορμί του άρχισε να πετάει…. Και τότε Άκουσε…
… Αγαπημένε μου, Σκοπέ της Αναζήτησής μου, Άνδρα μοναδικέ των Ονείρων μου τώρα με αφήνεις;;; Τώρα που μετά από τόσες Μέρες, Μήνες, Εποχές, Χρόνια, Αιώνες, που γυρίζω και σε ψάχνω σε Πόλεις, Χωριά, Κράτη, Ηπείρους τώρα Φεύγεις;;;
Παρακαλούσα, Ναι εγώ, τους Θεούς να με αφήσουν να Σβήσω Ήσυχη και Εκείνοι δεν ήθελαν…. Παρακαλούσα να σε βρω κάποια στιγμή και να τώρα στο τελευταίο Βήμα σε χάνω… Ω, Θεοί χαιρέκακοι Γιατί;;; Ζωή εσύ που ξέρεις τι θα πει Αναζήτηση γιατί μου το κάνεις αυτό τώρα;;; Τα δάκρυά της έπεφταν πάνω στον Μύθο και πάνω στην Άμμο.
Σαν τραγούδι λυπητερό ο Νέος άκουγε τα Λόγια της κοπέλας που λίγο – λίγο χάνονταν από τα αυτιά του, με βήματα γρήγορα βρέθηκε μπροστά σε μια γυναίκα, ένιωθε Γαλήνη πια ήταν ήσυχος, αλλά εκείνο το λυπητερό τραγούδι συνέχιζε…
- Τι ζητάς εδώ; Τον ρώτησε αυστηρά η γυναίκα
- Τελείωσε η περιπλάνησή μου στη Ζωή και ήρθα να βρω Ηρεμία, της είπε
- Όχι, έγνεψε η γυναίκα, να γυρίσεις πίσω
- Δεν θέλω, δεν έχω τίποτε να κάνω Εκεί, είμαι Μόνος και Ξένος, απρόκλητος στις Ζωές Θεών και Ανθρώπων, άσε με σε παρακαλώ να μείνω εδώ
- Θα γυρίσεις πίσω, του είπε αποφασιστικά αυτή τη Φορά το σπρώξιμό της ήταν τόσο δυνατό που τον έδιωξε με μιας.
Πριν αφήσει την γυναίκα πίσω του φώναξε δυνατά … - Ποια είσαι;;
Η Μοίρα του απάντησε….
Άνοιξε τα μάτια του και Είδε… η κοπέλα σκυμμένη από πάνω του συνέχισε να κλαίει και να παρακαλά να γυρίσει στην Ζωή…
- Ήρθα… της είπε ψιθυριστά… μα πριν από όλα πες μου το όνομά σου.
- Εγώ είμαι του είπε χαμογελαστά, καλώς ήρθες κοντά μου…
- Καλώς σε βρήκα….
- άλλαξα πολλά σώματα για να σε συναντήσω.
Ψυχή όμως δεν άλλαξα ποτέ μου! Πάντα τη δική σου μισή κουβαλούσα... Αλλιώς πώς θα σε έβρισκα...;;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Την καλή σας την κουβέντα