Από τη χώρα των Ηρώων έφτασαν τα νέα και δεν ήταν καθόλου ευχάριστα.
Οι πόλεις έπεφταν οι μία μετά την άλλη και βοήθεια δεν έρχονταν από πουθενά. Τα πλοία γυρνούσαν με μαύρα πανιά. Τα κάστρα γκρεμίζονταν και ελπίδα από πουθενά.
Είπαν οι Άρχοντες χρησμό να πάρουν και να κάνουν σπονδές. Οι Θεοί είχαν γυρίσει αλλού το πρόσωπο και κανείς δεν ήθελε να βοηθήσει.
Πρωί ξεκίνησαν να πάνε στο Μαντείο και έφτασαν βράδυ, απέδωσαν Τιμές και δώρα, θυσίες και αναθέματα και το άλλο πρωί πήραν τον χρησμό… « Να επιστραφεί αυτό που κρύφτηκε ψηλά μαζί με τη Γυναίκα που διώχθηκε μακριά», έφυγαν με κατεβασμένο κεφάλι οι Άρχοντες, κανείς δεν πίστευε αυτό που χρήστηκε, Να επιστραφεί αυτό που κρύφτηκε ψηλά μαζί με τη Γυναίκα που διώχθηκε μακριά », ποιος θα το έκανε; Ποιος θα πήγαινε να τη φέρει; Πώς να επιστραφεί αυτό που είχε κρυφτεί; Αν πέσει σε χέρια βέβηλα; Ποιος θα το προφυλάξει; Στο δρόμο για το γυρισμό μαντατοφόροι από τις πόλεις πήγαιναν τα νέα των Αρχόντων να φύγουν όλοι από τις πόλεις, να ερημώσουν όλα, να μη μείνει τίποτε που να θυμίζει χώρα. Όσο πλησίαζαν έβλεπαν να καίγονται τα πάντα και άνθρωποι να φεύγουν με κατεβασμένο το κεφάλι. Άνδρες, Γυναίκες, Γέροι, Παιδιά έπαιρναν το δρόμο του μισεμού και αλλού να πάνε. Τα σπίτια τα κτήρια, τα σπίτια, τα ιδρύματα, οι βιβλιοθήκες όλα στάχτη.
Ένας μόνο Βασιλιάς προσπαθούσε το χρησμό να καταλάβει, ήταν νέος σε ηλικία και ακόμα πιο νέος στην αρχηγεία, μάταια ρωτούσε, ακόμα πιο μάτια παρακαλούσε να του πουν οι Αρχαιότεροι, κανείς όμως δεν έβγαζε μιλιά.
Έφτασε μόνος και τελευταίος στη χώρα του, κοίταζε ένα γύρω την ομορφιά και το κάλος της και δεν του πήγαινε καρδιά να την ξεριζώσει από το χάρτη της ψυχής του και των ανθρώπων του, ένιωθε υπεύθυνος για τα πάντα, από τη ροή του ποταμού μέχρι και το κελάιδισμα των πουλιών. Δυο μέρες και δυο νύχτες άυπνος τον έτρωγε η αγωνία μέχρι που το πήρε απόφαση, θα πήγαινε να ζητήσει βοήθεια για το χρησμό από τους Γηραιούς της χώρας, έφτανε μόνο να μπορέσει να πάει εκεί που τους είχαν φυλακίσει.
Εντελώς μυστικά και χωρίς να πει τίποτε σε κανένα ξεκίνησε για το Βουνό της Λήθης. Το μόνο που παρακάλεσε το Λαό του, με πρόσχημα πως πάει για καινούργιο χρησμό, ήταν να μη φύγει κανείς αν δεν γυρίσει σε δεκατέσσερις μέρες, την δέκατη πέμπτη ήταν ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν θυμόταν ήταν πως όσοι είναι οι Γηραιοί τόσες και οι μέρες για να φτάσεις εκεί. Οι Γηραιοί ήταν εφτά. Πέρασε μέσα από ποτάμια, λίμνες, χαράδρες, χτύπησε και χτυπήθηκε από θηρία που φυλούσαν τα περάσματα και τις εξόδους μέχρι που έφτασε. Στους πρόποδες της Λήθης μια γριά Γυναίκα του είπε πως για να φτάσει στη φυλακή θα έπρεπε να αφήσει το άλογό του κάτω ως ενέχυρο και να πάει με τα πόδια. Υπολόγισε πως του έμεναν δυο μέρες και τον έπιασε πανικός. Πως θα έφτανε επάνω με πόδια; Μα η γριά ήταν σαφής, « το άλογο θα μείνει εδώ, αλλιώς θα σου πάρω σαν ενέχυρο τη ψυχή» . Άφησε το άλογο και άρχισε να ανεβαίνει , όσο πιο δύσκολος ο δρόμος τόσο πιο γρήγορα ήθελε να ανέβει. Του έμεναν ακόμα δύο μέρες.
Εντελώς μυστικά και χωρίς να πει τίποτε σε κανένα ξεκίνησε για το Βουνό της Λήθης. Το μόνο που παρακάλεσε το Λαό του, με πρόσχημα πως πάει για καινούργιο χρησμό, ήταν να μη φύγει κανείς αν δεν γυρίσει σε δεκατέσσερις μέρες, την δέκατη πέμπτη ήταν ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν θυμόταν ήταν πως όσοι είναι οι Γηραιοί τόσες και οι μέρες για να φτάσεις εκεί. Οι Γηραιοί ήταν εφτά. Πέρασε μέσα από ποτάμια, λίμνες, χαράδρες, χτύπησε και χτυπήθηκε από θηρία που φυλούσαν τα περάσματα και τις εξόδους μέχρι που έφτασε. Στους πρόποδες της Λήθης μια γριά Γυναίκα του είπε πως για να φτάσει στη φυλακή θα έπρεπε να αφήσει το άλογό του κάτω ως ενέχυρο και να πάει με τα πόδια. Υπολόγισε πως του έμεναν δυο μέρες και τον έπιασε πανικός. Πως θα έφτανε επάνω με πόδια; Μα η γριά ήταν σαφής, « το άλογο θα μείνει εδώ, αλλιώς θα σου πάρω σαν ενέχυρο τη ψυχή» . Άφησε το άλογο και άρχισε να ανεβαίνει , όσο πιο δύσκολος ο δρόμος τόσο πιο γρήγορα ήθελε να ανέβει. Του έμεναν ακόμα δύο μέρες.
Ένα βήμα πριν φτάσει γυναίκες από το πουθενά εμφανίστηκαν μπροστά του, ήσαν γυμνές και κύκλο έκαναν και μέσα τον έβαλαν, τον παρακαλούσαν μαζί τους να ξαπλώσει και να τα ξεχάσει όλα, κάτω από ένα δέντρο τραπέζι γιορτινό του είχαν στρώσει με λογιών φαγητά και το κρασί έρεε άφθονο. Του γελούσαν τον χάιδευαν και τραγούδια του έλεγαν γλυκά. Μια από αυτές έπεσε πάνω του και άρχισε να τον φυλάει τρελά, τον έγδυναν όλες μαζί και τον ξάπλωσαν στο χορτάρι. Γελούσαν, χάιδευαν και τραγουδούσαν και πάλι από την αρχή, ένα ερωτικό γαϊτανάκι που όλες οι κορδέλες ήταν μπλεγμένες. Άρχισε να τρελαίνεται και να θέλει να ξαποστάσει λίγο, είχε τόσο κουραστεί Πόσο τις ποθούσε, πεινούσε τόσο το κορμί του από τα χάδια τους, ήθελε να ξεκουραστεί για λίγο, είχε χρόνο, είχε ακόμα δύο μέρες και ήταν κοντά, πολύ κοντά.
Συνεχίζεται…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Την καλή σας την κουβέντα