Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016

Ο παππούς μας ο Όμηρος...
















Οι Έλληνες σήμερα ασχέτως μορφώσεως μιλάμε ομηρικά, αλλά δεν το ξέρουμε επειδή αγνοούμε την έννοια των λέξεων..
Ποια Ελληνική λέξη είναι αρχαία και ποια νέα; Γιατί μια Ομηρική λέξη μας φαίνεται δύσκολη και ακαταλαβίστικη;

Η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλάμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά προϋπήρχε πολλές χιλιετηρίδες πριν από αυτόν. Οι Έλληνες σήμερα ασχέτως μορφώσεως μιλάμε ομηρικά, αλλά δεν το ξέρουμε επειδή αγνοούμε την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε.
Για του λόγου το αληθές θα αναφέρομε μερικά παραδείγματα για να δούμε ότι η Ομηρική γλώσσα όχι μόνο δεν είναι νεκρή, αλλά είναι ολοζώντανη.

Αυδή είναι η φωνή. Σήμερα χρησιμοποιούμε το επίθετο άναυδος.
Αλέξω στην εποχή του Ομήρου σημαίνει εμποδίζω, αποτρέπω. Τώρα χρησιμοποιούμε τις λέξεις αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο αλεξήλιο Αλέξανδρος (αυτός που αποκρούει τους άνδρες) κ.τ.λ.
Με το επίρρημα τήλε στον Όμηρο εννοούσαν μακριά, εμείς χρησιμοποιούμε τις λέξεις τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπικοινωνία, τηλεβόλο, τηλεπάθεια κ.τ.λ.
Λάας ή λας έλεγαν την πέτρα. Εμείς λέμε λατομείο, λαξεύω.
Πέδον στον Όμηρο σημαίνει έδαφος, τώρα λέμε στρατόπεδο, πεδινός.
Το κρεβάτι λέγεται λέχος, εμείς αποκαλούμε λεχώνα τη γυναίκα που μόλις γέννησε και μένει στο κρεβάτι.
Πόρο έλεγαν τη διάβαση, το πέρασμα, σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη πορεία. Επίσης αποκαλούμε εύπορο κάποιον που έχει χρήματα, γιατί έχει εύκολες διαβάσεις, μπορεί δηλαδή να περάσει όπου θέλει, και άπορο αυτόν που δεν έχει πόρους, το φτωχό.
Φρην είναι η λογική. Από αυτή τη λέξη προέρχονται το φρενοκομείο, ο φρενοβλαβής, ο εξωφρενικός, ο άφρων κ.τ.λ.
Δόρπος, λεγόταν το δείπνο, σήμερα η λέξη είναι επιδόρπιο.
Λώπος είναι στον Όμηρο το ένδυμα. Τώρα αυτόν που μας έκλεψε (μας έγδυσε το σπίτι) το λέμε λωποδύτη.
Ύλη ονόμαζαν ένα τόπο με δένδρα, εμείς λέμε υλοτόμος.
Άρουρα ήταν το χωράφι, όλοι ξέρουμε τον αρουραίο.
Το θυμό τον αποκαλούσαν χόλο. Από τη λέξη αυτή πήρε το όνομα της η χολή, με την έννοια της πίκρας. Λέμε επίσης αυτός είναι χολωμένος.
Νόστος σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα. Η λέξη παρέμεινε ως παλινόστηση, ή νοσταλγία.
Άλγος στον Όμηρο είναι ο σωματικός πόνος, από αυτό προέρχεται το αναλγητικό.
Το βάρος το αποκαλούσαν άχθος, σήμερα λέμε αχθοφόρος.
Ο ρύπος, δηλαδή η ακαθαρσία, εξακολουθεί και λέγεται έτσι – ρύπανση.
Από τη λέξη αιδώς (ντροπή) προήλθε ο αναιδής.
Πέδη, σημαίνει δέσιμο και τώρα λέμε πέδιλο. Επίσης χρησιμοποιούμε τη λέξη χειροπέδες.
Από το φάος, το φως προέρχεται η φράση φαεινές ιδέες.
Άγχω, σημαίνει σφίγγω το λαιμό, σήμερα λέμε αγχόνη. Επίσης άγχος είναι η αγωνία από κάποιο σφίξιμο, ή από πίεση.
Βρύχια στον Όμηρο είναι τα βαθιά νερά, εξ ου και τo υποβρύχιο.
Φερνή έλεγαν την προίκα. Από εκεί επικράτησε την καλά προικισμένη να τη λέμε «πολύφερνη νύφη».
Το γεύμα στο οποίο ο κάθε παρευρισκόμενος έφερνε μαζί του το φαγητό του λεγόταν έρανος. Η λέξη παρέμεινε, με τη διαφορά ότι σήμερα δεν συνεισφέρουμε φαγητό, αλλά χρήματα.

Υπάρχουν λέξεις, από τα χρόνια του Όμήρου, που ενώ η πρώτη τους μορφή μεταβλήθηκε – η χειρ έγινε χέρι, το ύδωρ νερό, η ναυς έγινε πλοίο, στη σύνθεση διατηρήθηκε η πρώτη μορφή της λέξεως.
Από τη λέξη χειρ έχουμε: χειρουργός, χειριστής, χειροτονία, χειραφέτηση, χειρονομία, χειροδικώ κ.τ.λ.
Από το ύδωρ έχουμε τις λέξεις: ύδρευση υδραγωγείο, υδραυλικός, υδροφόρος, υδρογόνο, υδροκέφαλος, αφυδάτωση, ενυδρείο, κ.τ.λ.
Από τη λέξη ναυς έχουμε: ναυπηγός, ναύαρχος, ναυμαχία, ναυτικός, ναυαγός, ναυτιλία, ναύσταθμος, ναυτοδικείο, ναυαγοσώστης, ναυτία, κ.τ.λ.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα παραδείγματα προκύπτει ότι:
Δεν υπάρχουν αρχαίες και νέες Ελληνικές λέξεις, αλλά μόνον Ελληνικές.
Η Ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και ουσιαστικά αδιαίρετη χρονικά.
Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα προστέθηκαν στην Ελληνική γλώσσα μόνο ελάχιστες λέξεις.
Η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλάμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά προϋπήρχε πολλές χιλιετηρίδες πριν από αυτόν.
Πηγές

"Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν κατά στοιχείον Ιλιάδος και Οδύσσειας", Εκδόσεις Ηλιοδρόμιο.

Περιοδικό "Δαυλός", τεύχος 79.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2016

Στα χέρια σου



Φεύγει και πάει το μυαλό και φτάνει σε άλλα μονοπάτια, σκέψου να μπορούσαμε να ανοίξουμε πραγματικά την ψυχή μας και να μιλήσουμε. Φαντάσου να θέλαμε να εμπιστευτούμε ακόμα και τον εαυτό μας και να εξομολογηθούμε τα πιο μύχια συναισθήματα.
Είναι οι ώρες μεγάλες όταν θέλεις να φτάσεις στο Θεό της Ψυχής. Και όμως δεν το κάνεις, γιατί φοβάσαι. Δεν το κάνεις γιατί το νιώθεις περιττό. Δεν το κάνεις γιατί νομίζεις πως τώρα δεν χρειάζεται.
Είχες δυο άμυνες, τον αυτοσαρκασμό και την ελπίδα  . Τον αυτοσαρκασμό για να μπορείς να δείχνεις προς τα έξω πως ναι, το καταφέρνεις και εσύ και την ελπίδα που σου κρατάει συντροφιά τα τελευταία χρόνια.

Μια ελπίδα που ήρθε και έκατσε στο βρεγμένο πρεβάζι της ψυχής σαν το σπουργίτι το χειμώνα, του έδωσες λίγα κοχυλάκια για να χορτάσει την πείνα της μοναξιάς και λίγο νεράκι αναθάρρησης να πιει. Άνοιξες το παράθυρο διάπλατα να μπει και να ζεσταθεί από το βοριά... και ήταν εκείνη την στιγμή που μέσα στο δωμάτιο της ύπαρξής σου εισέβαλλαν  τα όρνια της άρνησης. Έκλεισες γρήγορα το παράθυρο αλλά οι δαίμονες ήταν ήδη μέσα. Και κρύφτηκες στη γωνιά να μη σε δουν να μη σε αγγίξουν, ξέχασες το σπουργιτάκι.

Όλο το δωμάτιο γέμισε από μια απίστευτη παρουσία που όχι μόνο μετά από λίγο σταμάτησες να την φοβάσαι αλλά της έστρωσες και γιορτινό τραπέζι. Το σπουργιτάκι για να μην σε ενοχλεί το έκλεισες σε ένα πανέμορφο κλουβί και το γέμισες με χρυσά μαξιλαράκια για να ξεκουράζεται, έξαλλου αυτό είναι που είδες πρώτο και το βοήθησες έτσι δεν είναι;
Από την άλλη κέρναγες την Άρνηση με γλυκό κρασί στιγμών στα κολονάτα ποτήρια των λέξεων σου. Λογιών φαγητά στο τραπέζι σου με μενού από πράξεις, από σκέψεις και από τολμήματα που έμειναν στη μέση, λες και ήταν Γιορτή, αλήθεια τι γιορτάζεις; Και αρχίζει η μουσική μια μουσική που μαζί με το κρασί ζαλίζει το μυαλό και στροβιλίζεσαι και χορεύεις... χορεύεις... πόσο σου αρέσει, με μια άγρια χαρά ανοίγεις την ντουλάπα της ύπαρξής σου και ρούχα βγάζεις αρχοντικά και την άρνηση ντύνεις και ντύνεσαι και εσύ, βγαίνεις από το σπίτι και στο δρόμο ξεχύνεσαι με τα καινούργια όμορφα ρούχα σου και την καινούργια φίλη σου να σας δει ο κόσμος. Και είσαι καλά... και ευτυχισμένος τρέχεις στα μονοπάτια του μυαλού.... Δυο πράγματα πλέον βρήκες που αναζητούσες την ηρεμία και την αποδοχή, μα ναι αυτό είναι που σου πρόσφερε η Άρνηση, αυτά είναι τα δώρα της, και το χρυσό της τζίνι σου υπόσχεται και άλλα αν το ακολουθήσεις. Και τρέχεις να φτάσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς.... που;

Μα είναι δρόμος ήρεμος στρωμένος με γρασίδι, τέρμα πια οι πέτρες και οι ανηφόρες, τέρμα τα έλη και τα ποτάμια, τέρμα πια οι ωκεανοί της σκέψεις. Όλα εδώ μπροστά σου όπως τα ήθελες. Τέρμα πια τα κόματα, οι τελείες, τα ερωτηματικά, σε αυτό τον δρόμο δεν υπάρχουν σημεία στίξης. Τέρμα το μπρος - πίσω, τέρμα οι προσπάθεια για κάτι καλύτερο, τέρμα η ζωή.... Τέρμα η Ζωή;;; Μα πως;;; Ένα φτερό από το σπουργίτι έρχεται μπροστά στα μάτια σου και το πιάνεις στον αέρα.


Αρχίζει να βρέχει, μια βροχή δυνατή που σε ποτίζει και θέλει να σε ξεπλύνει μέχρι το κόκκαλο, σήκωσε το κεφάλι όσο δυνατή και αν είναι και ας σε χτυπάει στο πρόσωπο και ας πονάς, μόνο έτσι καταλαβαίνεις πως ζεις. Και αρχίζεις και τρέχεις να φτάσεις, να προλάβεις, στο δρόμο πλέον όμως τελειώνει το γρασίδι και αρχίζουν οι πέτρες, οι λακκούβες, οι ανηφόρες, με κομμένα πόδια και ανάσα που σχεδόν βγαίνει έχεις να αντιμετωπίσεις και τα διόδια των εξηγήσεων σε όσους πριν σύστηνες την φίλη σου την καλή. Τα γιορτινά ρούχα της Άρνησης αρχίζουν να κουρελιάζονται και κοίτα το ένα μετά το άλλο σκίζονται στο μέρος της καρδιάς σου. Χαμογελάς σύμπτωση απλή του επέζησες και φτάνεις στο σπίτι σου. Το κλουβί παραμένει στη θέση του ή χρυσή ποτίστρα και ταΐστρα άδειες, η χρυσή κούνια κινείται μόνη της. Το σπουργιτάκι ;;; Καθώς πλησιάζεις βλέπεις τα φτερά του, ίσα που ανασαίνει. Άνοιξε το κλουβί και πάρτο στα χέρια σου μη φοβάσαι, κάντο.....  Φύσηξέ του στο στοματάκι του και δως του πνοή ξανά, κάντο μη φοβάσαι ... Άνοιξε το παράθυρο της ψυχής και άστο να φύγει ελεύθερο να πετάξει πάνω από θάλασσες , δρόμους με πέτρες με λακκούβες, να συναντήσει εμπόδια, απογοητεύσεις... και να ξανάρθει στο παράθυρο σου για βοήθεια.... Κοίτα ζεις μη το φοβάσαι κάντο.... Ζήσε.... μη φοβάσαι. Είσαι πιο σοφός τώρα, τώρα ξέρεις πως δεν μπαίνουν σε κλουβί τα σπουργίτια....                          

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 15, 2016

Έλα ρε υπάρχει? Που θα την βρω? Ή μήπως την έχω βρει?



Ευτυχία!!!!!!!!!

μμμμμμμμμμ, και απόλυτη κιόλας, μμμμμμμμμμμμμμμ, μεγάλη και ωραία κουβέντα άνοιξες Αννούλα μου. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν νιώθουν ευτυχείς!!! Και αυτό γιατί έχουν μάθει να ζουν μέσα στην ενοχή που δημιουργεί η κοινωνία, η ίδια μας η ιδιοσυγκρασία και να τι θέλω να πω, βρισκόμαστε σε παρέα ανθρώπων και αρχίζουμε να γελάμε, να γελάμε πολύ όμως ξάφνου κάποιος δίπλα μας σταματάει απότομα και κάνει τον σταυρό του και λέει «σε καλό να μας βγει…»

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016

Σαν το σπίτι μου...



Κλείσε τα μάτια και πιάσε με από το χέρι, έλα να σε πάω μια βόλτα σε μια χώρα που τόσο πολύ αγαπάω, σφίξου πάνω μου και μη φοβάσαι, λένε πως οι άνθρωποι όταν βρίσκονται μόνοι σε κάποια ξένη γη σφίγγονται δυνατά ο ένας πάνω στον άλλο...

μα μη φοβάσαι... δεν ξέρω πως αλλά τον νιώθω τόπο μου τούτο τον τόπο...Πάμε να ακούσουμε στα κάστρα τον τροβαδούρο να τραγουδά για παλιούς βασιλιάδες και για κυράδες...έλα να κοιτάξουμε μέσα στην λίμνη μήπως και δούμε την Κυρά της και αν τυχεροί σταθούμε μπορεί να την ακούσουμε να τραγουδά και στο Ιερό Σπαθί...έλα να περπατήσουμε ξυπόλυτοι στην παραλία και να αφήσουμε το κρύο αγέρι να μας ανατριχιάσει... έτσι να νιώσουμε την ανατριχίλα της αγάπης μας... μη μου σκοτεινιάζεις εδώ είμαι πάντα ήμουν... εσύ..εγώ και ο τόπος τούτος ... μας χωράει και τους δυο...έλα να περιπλανηθούμε στην Ιστορία του ...κοίτα το κάστρο του Kingmanthor...εκεί ψηλά στην πολεμίστρα είπε το πρώτο και τελευταίο σ' αγαπώ στην Λαίδη Κate...πάρε ένα βότσαλο από την παραλία του Malesun ρούνο να το κάνουμε να μας προστατεύει για πάντα...έλα να πέσουμε στον καταρράκτη του Sunower να κάνουμε ένα έρωτα που ποτέ δεν έχει ξαναγίνει από υλικά κορμιά.... το βράδυ όταν αποκαμωμένοι από την περιπλάνηση θα ξαπλώσουμε στην κοιλάδα του Enisburg να κοιτάξουμε αστέρια και γαλαξίες… και έτσι όπως θα μου λες πως μ' αγαπάς πάνω σου θα σφιχτώ γιατί κρυώνω....

Τρίτη, Ιανουαρίου 26, 2016

Στα σύνορα του παραμυθιού και της αλήθειας...



Βρέχει πολύ. Οι σταγόνες σφυροκοπούν το τζάμι τόσο δυνατά σαν να θέλουν να το σπάσουν. Μακάρι να τελειώσει νωρίτερα αυτή η βαρετή η συνάντηση. Κουράστηκε. Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Λόγια που πέφτουν στο κενό, μια απίστευτη σπατάλη ενέργειας. Κάποιος να βάλει ένα τέλος; Κάποιος;
- Μήπως να συζητήσουμε αύριο την μεταφορά των υλικών; Έχει σουρουπώσει. Συμφώνησαν όλοι και άρχισαν να μαζεύουν τα χαρτιά τους. Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της, τόσο κουρασμένη που δεν άκουσε τη σωτήρια πρόταση του.

Σήκωσε το κεφάλι. Μόνη της ήταν. Είχαν φύγει όλοι ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μάζεψε μηχανικά τα χαρτιά της. Τα στρίμωξε βιαστικά στον νέο της χαρτοφύλακα. Ανάθεμά το για μηχανικό κούμπωμα! Πέταξε αγανακτισμένη το χαρτοφύλακα πάνω στο τραπέζι. Έσκυψε από πάνω του. Έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε να ήταν αλλού, μακριά …. ήταν και αυτή η βροχή που την νανούριζε. Είχε γλυκάνει ο ήχος της και σαν ψεύτικο της φάνηκε το χάδι στα μαλλιά. Σαν κάποιος να της ξετύλιγε τις μπούκλες και να τις χώριζε σε πιο μικρές.

-Τόσο πολύ σε κουράσαμε σήμερα; Αναπήδησε απότομα. Φλας μπακ. Οι συνάδελφοι μαζεύουν τα χαρτιά. Τα φώτα χαμηλώνουν. Μαζεύει τα δικά της. Το κουμπί δεν κλείνει, κλείνει όμως τα μάτια. Τα ανοίγει τώρα, εκείνος μπροστά της που της χαμογελά. Το χάδι στα μαλλιά.

-Συγνώμη δεν πρόσεξα ότι φύγατε όλοι, ψέλλισε.

-Ναι το κατάλαβα αυτό…. να κεράσω καφεδάκι στη γωνία;
-Εντάξει δώσε μου μόνο δυο λεπτά να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Να βάλει ολόκληρο το κεφάλι της κάτω από το νερό ήθελε. Να ξυπνήσει για τα καλά γιατί νόμιζε ότι ονειρευόταν. Κοίταζε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της στον καθρέφτη. Τις μικρές μπούκλες που πλαισίωναν το πρόσωπό της. Υπήρχε εδώ και καιρό μια ιδιαίτερη οικειότητα μεταξύ τους, στήριζε ο ένας τις θέσεις του άλλου στις βαρετές αυτές συναντήσεις αλλά ποτέ δεν φανταζόταν το σημερινό. Έφτιαξε το makeup, κούμπωσε σφιχτά το ζαχαρί παλτό της και βγήκε.

Η βροχή είχε δυναμώσει πάλι. Είχε ξεχάσει την ομπρέλα της στο γραφείο.

- Δεν πειράζει, θα μπούμε κάτω από τη δικιά μου. Μια μπλε λιτή ανδρική ομπρέλα. Με μεγάλο άνοιγμα. Την τράβηξε στην αγκαλιά του. Κάτω από την ομπρέλα. Κορναρίσματα. Ο δρόμος έκλεισε. Το λεωφορείο δεν μπορεί να στρίψει. Φωνές. Μα κάτω από την ομπρέλα σαν να μην υπήρχαν όλα αυτά.

Το καφέ γεμάτο από κόσμο. Άδειασε το γωνιακό τραπεζάκι. Μυρωδιά ζεστής σοκολάτας και εσπρέσο. Βανίλια και φρέσκο βούτυρο. -Σγούρυναν και άλλο τα μαλλιά σου με τη βροχή. Ελπίζω να μην σε έφερα σε δύσκολη θέση πριν. Φυσικά και δεν την είχε φέρει σε δύσκολη θέση γιατί … δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν εκεί και η κατάσταση στην οποία βρισκόταν αποζητούσε ένα χάδι στα μαλλιά και όχι μόνο.... Μυρωδιά από δεύτερη σοκολάτα αρωματισμένη με φουντούκι αυτή τη φορά. Ο εσπρέσο παρέμεινε. Μιλούσαν για άσχετα πράγματα, για τη δουλειά, για την αυριανή συνάντηση μα τους και οι δυο τους είχαν χαθεί στην αγκαλιά κάτω από την ομπρέλα.

Είχε βραδιάσει για τα καλά. Έπρεπε να φύγει για να προλάβει τον προαστιακό των 20:30. Η βροχή αμείωτη.

- Θα σε πάω εγώ μέχρι το σταθμό. Βρήκαν και οι δύο τη γνώριμη θέση κάτω από την ομπρέλα. Έξω ο ίδιος πανικός. Όλοι οι δρόμοι στο κέντρο είχαν φρακάρει. Έστριψαν από τη Νοταρά. Ένα φρεάτιο είχε ξεχειλίσει και δεν μπορούσαν να διασχίσουν τον δρόμο. Στη γωνία το ίδιο. Ένα μηχανάκι περνά με ταχύτητα και σκορπά τα νερά. Καταφύγιο πουθενά. Σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτά. Άλλαξε η φορά του αέρα και οι σταγόνες γεμίζουν τα πρόσωπά τους. Δυο μάτια που δεν γυαλίζουν μόνο από τη βροχή.

Ένα αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού πλησιάζει απειλητικά έτοιμο να εκτοπίσει όλο το νερό που υπάρχει στο δρόμο. Εκείνος την τραβά προς τα πίσω πριν προλάβουν να βραχούν. Η κολόνα μιας πολυκατοικίας το απάγκιο τους. Η φορά του αέρα ξαναλλάζει. Οι σταγόνες της βροχής ανακατεύονται στο βαθύ φιλί τους. Η ομπρέλα φεύγει από τα χέρια και ψάχνει να βρει τη βροχή της. Ταξίδεψε μαζί με τα όνειρά της σε ένα κόσμο αλλοτινό και μαγεμένο. Εκεί που οι στάλες γίνονται έρωτας και τα σύννεφα βρέχουν λουλούδια.

Μια γλυκιά ζάλη την πήρε. Απ' το φιλί που απέμεινε κάτω από την ομπρέλα από τα χείλη του να έχει τη γεύση μιας γλυκιάς σοκολάτας καυτής. Κι απ' τα χέρια του που βρεγμένα από τη νεροποντή είχαν τη ανάγκη να την πιάσουν από την μέση και να την φέρουν ψηλά. Όσο ψηλά μπορεί πάει ένας ξαφνικός έρωτας. Και ζαλίστηκε. Γλίστρησε το κορμί της πάνω στο δικό του, με τις μακριές μπούκλες της πια μουσκεμένες κολλημένες στους ώμους του και δυο χέρια που έσφιγγαν την πλάτη του. Με τις μπούκλες μουσκεμένες να τον τυλίγουν μαζί με τα χέρια της σαν πλοκάμια που ψάχνουν έδαφος, σώμα να σφίξουν, να κατακτήσουν ..... Ένιωσε τη θέρμη του μέσα απ ’το βρεγμένο πουκάμισό του. Βρόχινο νερό έσταζε από το πρόσωπό του στο μισάνοιχτο της στόμα, καθώς φιλούσε το μέτωπο και τα μάτια της, μπλέκοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της. Έμοιαζαν ένα. Σώμα που ενώθηκε. Σαν πάζλ που συμπληρώθηκε. Αυτή τη φορά το φιλί τους ήτανε έρωτας.

Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι όπου κι αν βρέθηκαν σ' ένα βράδυ που έσταζε από εκείνους. Στη βροχή. Στο αγιάζι. Στην υγρασία από τα χείλη. Στα μάτια από τη χαρά. Στο χαμόγελο από την ευτυχία. Κάτω από την ομπρέλα της αγκαλιάς του. Μια αγκαλιά ζεστή. Μια αγκαλιά σαν συννεφάκι.

Στα σύνορα του παραμυθιού και της αλήθειας.

Το βρόχινο παραμύθι τους.