Τρίτη, Ιανουαρίου 26, 2016

Στα σύνορα του παραμυθιού και της αλήθειας...



Βρέχει πολύ. Οι σταγόνες σφυροκοπούν το τζάμι τόσο δυνατά σαν να θέλουν να το σπάσουν. Μακάρι να τελειώσει νωρίτερα αυτή η βαρετή η συνάντηση. Κουράστηκε. Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Λόγια που πέφτουν στο κενό, μια απίστευτη σπατάλη ενέργειας. Κάποιος να βάλει ένα τέλος; Κάποιος;
- Μήπως να συζητήσουμε αύριο την μεταφορά των υλικών; Έχει σουρουπώσει. Συμφώνησαν όλοι και άρχισαν να μαζεύουν τα χαρτιά τους. Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της, τόσο κουρασμένη που δεν άκουσε τη σωτήρια πρόταση του.

Σήκωσε το κεφάλι. Μόνη της ήταν. Είχαν φύγει όλοι ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μάζεψε μηχανικά τα χαρτιά της. Τα στρίμωξε βιαστικά στον νέο της χαρτοφύλακα. Ανάθεμά το για μηχανικό κούμπωμα! Πέταξε αγανακτισμένη το χαρτοφύλακα πάνω στο τραπέζι. Έσκυψε από πάνω του. Έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε να ήταν αλλού, μακριά …. ήταν και αυτή η βροχή που την νανούριζε. Είχε γλυκάνει ο ήχος της και σαν ψεύτικο της φάνηκε το χάδι στα μαλλιά. Σαν κάποιος να της ξετύλιγε τις μπούκλες και να τις χώριζε σε πιο μικρές.

-Τόσο πολύ σε κουράσαμε σήμερα; Αναπήδησε απότομα. Φλας μπακ. Οι συνάδελφοι μαζεύουν τα χαρτιά. Τα φώτα χαμηλώνουν. Μαζεύει τα δικά της. Το κουμπί δεν κλείνει, κλείνει όμως τα μάτια. Τα ανοίγει τώρα, εκείνος μπροστά της που της χαμογελά. Το χάδι στα μαλλιά.

-Συγνώμη δεν πρόσεξα ότι φύγατε όλοι, ψέλλισε.

-Ναι το κατάλαβα αυτό…. να κεράσω καφεδάκι στη γωνία;
-Εντάξει δώσε μου μόνο δυο λεπτά να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Να βάλει ολόκληρο το κεφάλι της κάτω από το νερό ήθελε. Να ξυπνήσει για τα καλά γιατί νόμιζε ότι ονειρευόταν. Κοίταζε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της στον καθρέφτη. Τις μικρές μπούκλες που πλαισίωναν το πρόσωπό της. Υπήρχε εδώ και καιρό μια ιδιαίτερη οικειότητα μεταξύ τους, στήριζε ο ένας τις θέσεις του άλλου στις βαρετές αυτές συναντήσεις αλλά ποτέ δεν φανταζόταν το σημερινό. Έφτιαξε το makeup, κούμπωσε σφιχτά το ζαχαρί παλτό της και βγήκε.

Η βροχή είχε δυναμώσει πάλι. Είχε ξεχάσει την ομπρέλα της στο γραφείο.

- Δεν πειράζει, θα μπούμε κάτω από τη δικιά μου. Μια μπλε λιτή ανδρική ομπρέλα. Με μεγάλο άνοιγμα. Την τράβηξε στην αγκαλιά του. Κάτω από την ομπρέλα. Κορναρίσματα. Ο δρόμος έκλεισε. Το λεωφορείο δεν μπορεί να στρίψει. Φωνές. Μα κάτω από την ομπρέλα σαν να μην υπήρχαν όλα αυτά.

Το καφέ γεμάτο από κόσμο. Άδειασε το γωνιακό τραπεζάκι. Μυρωδιά ζεστής σοκολάτας και εσπρέσο. Βανίλια και φρέσκο βούτυρο. -Σγούρυναν και άλλο τα μαλλιά σου με τη βροχή. Ελπίζω να μην σε έφερα σε δύσκολη θέση πριν. Φυσικά και δεν την είχε φέρει σε δύσκολη θέση γιατί … δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν εκεί και η κατάσταση στην οποία βρισκόταν αποζητούσε ένα χάδι στα μαλλιά και όχι μόνο.... Μυρωδιά από δεύτερη σοκολάτα αρωματισμένη με φουντούκι αυτή τη φορά. Ο εσπρέσο παρέμεινε. Μιλούσαν για άσχετα πράγματα, για τη δουλειά, για την αυριανή συνάντηση μα τους και οι δυο τους είχαν χαθεί στην αγκαλιά κάτω από την ομπρέλα.

Είχε βραδιάσει για τα καλά. Έπρεπε να φύγει για να προλάβει τον προαστιακό των 20:30. Η βροχή αμείωτη.

- Θα σε πάω εγώ μέχρι το σταθμό. Βρήκαν και οι δύο τη γνώριμη θέση κάτω από την ομπρέλα. Έξω ο ίδιος πανικός. Όλοι οι δρόμοι στο κέντρο είχαν φρακάρει. Έστριψαν από τη Νοταρά. Ένα φρεάτιο είχε ξεχειλίσει και δεν μπορούσαν να διασχίσουν τον δρόμο. Στη γωνία το ίδιο. Ένα μηχανάκι περνά με ταχύτητα και σκορπά τα νερά. Καταφύγιο πουθενά. Σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτά. Άλλαξε η φορά του αέρα και οι σταγόνες γεμίζουν τα πρόσωπά τους. Δυο μάτια που δεν γυαλίζουν μόνο από τη βροχή.

Ένα αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού πλησιάζει απειλητικά έτοιμο να εκτοπίσει όλο το νερό που υπάρχει στο δρόμο. Εκείνος την τραβά προς τα πίσω πριν προλάβουν να βραχούν. Η κολόνα μιας πολυκατοικίας το απάγκιο τους. Η φορά του αέρα ξαναλλάζει. Οι σταγόνες της βροχής ανακατεύονται στο βαθύ φιλί τους. Η ομπρέλα φεύγει από τα χέρια και ψάχνει να βρει τη βροχή της. Ταξίδεψε μαζί με τα όνειρά της σε ένα κόσμο αλλοτινό και μαγεμένο. Εκεί που οι στάλες γίνονται έρωτας και τα σύννεφα βρέχουν λουλούδια.

Μια γλυκιά ζάλη την πήρε. Απ' το φιλί που απέμεινε κάτω από την ομπρέλα από τα χείλη του να έχει τη γεύση μιας γλυκιάς σοκολάτας καυτής. Κι απ' τα χέρια του που βρεγμένα από τη νεροποντή είχαν τη ανάγκη να την πιάσουν από την μέση και να την φέρουν ψηλά. Όσο ψηλά μπορεί πάει ένας ξαφνικός έρωτας. Και ζαλίστηκε. Γλίστρησε το κορμί της πάνω στο δικό του, με τις μακριές μπούκλες της πια μουσκεμένες κολλημένες στους ώμους του και δυο χέρια που έσφιγγαν την πλάτη του. Με τις μπούκλες μουσκεμένες να τον τυλίγουν μαζί με τα χέρια της σαν πλοκάμια που ψάχνουν έδαφος, σώμα να σφίξουν, να κατακτήσουν ..... Ένιωσε τη θέρμη του μέσα απ ’το βρεγμένο πουκάμισό του. Βρόχινο νερό έσταζε από το πρόσωπό του στο μισάνοιχτο της στόμα, καθώς φιλούσε το μέτωπο και τα μάτια της, μπλέκοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της. Έμοιαζαν ένα. Σώμα που ενώθηκε. Σαν πάζλ που συμπληρώθηκε. Αυτή τη φορά το φιλί τους ήτανε έρωτας.

Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι όπου κι αν βρέθηκαν σ' ένα βράδυ που έσταζε από εκείνους. Στη βροχή. Στο αγιάζι. Στην υγρασία από τα χείλη. Στα μάτια από τη χαρά. Στο χαμόγελο από την ευτυχία. Κάτω από την ομπρέλα της αγκαλιάς του. Μια αγκαλιά ζεστή. Μια αγκαλιά σαν συννεφάκι.

Στα σύνορα του παραμυθιού και της αλήθειας.

Το βρόχινο παραμύθι τους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα