Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2013

Από την αρχή αν το θελήσεις


 


Θεσσαλονίκη…



Ο Μάρκος βημάτιζε σαν το αγρίμι στο κλουβί μέσα στο γραφείο του, πέρναγε και ξαναπέρναγε τα χέρια μέσα από τα πυκνά μαλλιά του, κράταγε τα αποτελέσματα στα χέρια του και δεν πίστευε στα μάτια του, έκανε τον κύκλο από το μεγάλο γυάλινο έπιπλο και πήγε μπροστά στην μπαλκονόπορτα τράβηξε το στορ και κοίταξε έξω. Κάπου είχε γίνει λάθος το ένιωθε, τα μάτια του ρουφούσαν την ηρεμία του Θερμαϊκού λες και μέσα από το χρώμα της θάλασσας θα έβρισκε την λύση στο λάθος. Τίποτα όσο και να κοίταζε τίποτα, έχωσε τα χέρια στις τσέπες του λινού μπλε παντελονιού του και τέντωσε τον κορμί του, ο αέρας μέσα στο χώρο μύριζε από το τσιγάρο του και την κολόνια του.

Ήταν ωραίος άνδρας γύρω στα σαράντα πέντε με πυκνά κάπως μακριά μαλλιά που είχαν γκριζάρει αλλά δεν φαινόταν ακόμα γιατί είχαν ένα γλυκό ξανθό χρώμα, πράσινα μάτια, το ύψος του έφτανε το ένα και ενενήντα ήταν δεμένος και γυμνασμένος, παντρεμένος χρόνια με την Μαίρη από παιδιά μαζί και τελικά βρέθηκε στα εικοσιπέντε του παντρεμένος μαζί της, δεν είχαν παιδιά ήταν κάτι που δεν του συγχώρεσε ποτέ η γυναίκα του με αποτέλεσμα ούτε να χωρίζουν αλλά ούτε και να είναι μαζί, ο καθένας έκανε την ζωή του απλά συγκατοικούσαν, ο ένας εκδικούταν τον άλλο με έναν δικό του τρόπο.

Με μια δρασκελιά βρέθηκε στο μπαράκι στην δεξιά εσοχή του γραφείου του έπιασε στα χέρια του ένα μπουκάλι ουίσκι γέμισε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι. Όπως το λιοντάρι ορμάει στην τροφή του όρμησε στο τηλέφωνο

- Πες στον Αργυρίου να έρθει μέσα

 Ακούμπησε στο κάθισμα και περίμενε, δεν μπορεί ο Δημήτρης θα είχε κάποια απάντηση το βλέμμα του έπεσε στον γελωτοποιό που είχε πάνω στο γραφείο του και δίπλα από τον υπολογιστή του ήταν σουβενίρ από το ταξίδι που είχε κάνει στην Βενετία πριν λίγο καιρό δεν συνήθιζε να κρατά αναμνηστικά αλλά αυτό του έκανε κλικ με την πρώτη, μάλιστα για να το πάρει σχεδόν το άρπαξε από τα χέρια μιας γυναίκας που έκαναν την ίδια κίνηση την ίδια στιγμή να το πάρουν, ακόμα θυμάται τα μάτια της πως τον κοίταξαν πριν χαλαρώσει το χέρι της εκείνη γιατί για κλάσματα δευτερολέπτου είχε απλώσει εκείνος το χέρι του. Οι σκέψεις του διακόπηκαν από το τηλέφωνο το έπιασε

- Σου είπα να έρθεις εδώ και όχι να μου τηλεφωνήσεις

- Πες μου τι με θες έχω δουλειά

- Αν η δουλειά σου είναι ξανθιά και με καμπύλες ξέχνα το δεν είναι η μέρα της σήμερα έλα αμέσως

Τα πέντε λεπτά που έκανε ο Δημήτρης να τελειώσει την δουλειά του έβαλαν τον Μάρκο σε πιο βαθιά σκέψη, δεν γινόταν το λάθος ήταν χοντρό ποιος θα έκανε ένα τόσο μεγάλο άνοιγμα χωρίς να ενημερώσει? Ο Δημήτρης μπήκε εκνευρισμένος στο γραφείο του

- Τι με θες ρε Μάρκο? Εσύ άμα έχεις καμιά πιτσιρίκα στο γραφείο εγώ σε ενοχλώ?

Του πέταξε τα χαρτιά μπροστά του,

- Τι είναι αυτά?

- Εμένα ρωτάς μαζί με τον Ευαγγελινό δεν τα φτιάξατε? Για να δω καλύτερα, μα ναι βέβαια είναι το εξαγωγικό πλάνο πριν πας Βενετία, τι θες τώρα ρώτα τον Ευαγγελινό να σου πει

- Τι μου λες τώρα? Ότι αυτή την μαλακεία την έκανα εγώ?

- Ρε Μάρκο τι με ρωτάς!!! Μαζί με τον άλλο δεν τα κανονίσατε πριν πας στο συνέδριο

- Πόσο γελοίος μπορείς να είσαι μερικές φορές, φώναξε τον Ευαγγελινό να έρθει εδώ!

- Δεν ήρθε σήμερα άστο ή το βραδάκι ή αύριο, με θες τίποτε άλλο?

- Πήρε τηλέφωνο ο Χρήστος να πει πως δεν θα έρθει?

- Εννοείς πως πρέπει να κάνω και την δουλειά της Τέτας? Πες το μου και αυτό να πρέπει να ξέρω πότε έρχεται ποιος και πότε, θες τίποτε άλλο?

- Όχι ευχαριστώ θα τα πούμε μετά

- Δεν μου λες? Πάμε το βραδάκι για ποτό στου Κυριάκου και μετά για φαγητό στου Μπένυ?

- Ωραία ιδέα θα πάρεις την Αντωνία να πάρω και την Μαίρη?

Τα μάτια του Δημήτρη σκοτείνιασαν για μια στιγμή αλλά φόρεσε το προσωπείο του και απάντησε ανέμελα

- Τι τις θες ρε μαλάκα τις γυναίκες πάμε οι δύο μας και αν θες σώνει και ντε γυναίκες έχω κάτι πιπίνια να σου φέρω να σου πεταχτούν τα μάτια

- Άσε !! προτιμώ οι δυό μας κατά τις δέκα είναι καλά?

- Τέλεια να περάσω να σε πάρω?

- Όχι θα μείνω εδώ θα τα πούμε στον Κυριάκο

Ο Δημήτρης γύρισε την πλάτη του και έφυγε, ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον Μάρκο, ψιλός και αυτός αλλά μελαχρινός μεγαλύτερος από εκείνον γύρω στα πέντε χρόνια, γλοιώδης για τους άλλους αλλά πολύτιμος για όλους, ψημένος στα οικονομικά, γνώστης, σχεδόν Μύστης, σε ότι οικονομική λοβιτούρα μπορεί να βάλει ανθρώπου νους ο Δημήτρης ήταν μέσα το γνώριζε πριν καν γίνει. Όταν γνωρίστηκαν ήταν ακόμα παιδιά ο Μάρκος πήγαινε ακόμα σχολείο και εκείνος ότι είχε τελειώσει, μια οικογενειακή εκδρομή και από τις δυο μεριές ήταν η αρχή της γνωριμίας τους, οι γονείς του Δημήτρη ότι είχαν γυρίσει από την Γερμανία όπου έμεναν τα τελευταία 30 χρόνια μαζί με τα δύο τους παιδιά και είχαν έρθει να φιλοξενηθούν σε ένα σπίτι πολύ κοντά στο σπίτι του Μάρκου.


Συνεχίζεται...

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 11, 2013

Όλα αυτά...

Λένε πως η αληθινή αγάπη γιορτάζει κάθε μέρα...

 


Ζητιάνοι στους δρόμους
ζητιάνα ζωή
που φεύγεις και μένει
μονάχα η στιγμή

Σπασμένο το βλέμμα
του πόνου φιλί
και η μόνη ελπίδα
που έχω είσαι εσύ

Και όλα αυτά που αγάπησα
στην αγκαλιά σου τα’κρυψα
εγώ κι εσύ σαν δυο σταγόνες
μαζί μεσ’τους χειμώνες
εγώ κι εσύ ένα κορμί
μια αναπνοή

Ζητάω να νιώσω
να γίνω παιδί
μα οι νύχτες βελόνες
τρυπούν το κορμί

Χαμένες οι σκέψεις μου
σε αναζητούν
στα χρόνια που’φύγαν
σε αυτά που θα’ρθούν...


Στίχοι: Βασίλης Μπαμπανιάρης

Μουσική: Βασίλης Μπαμπανιάρης

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 08, 2013

Να πως γεννήθηκα και γιατί...






Με γέννησε Αυτός και Αυτή που ήθελα να με γεννήσουν, με άφησαν και έπαιξα σε ολάνθιστα λιβάδια και έπιασα την Ενέργεια της Ζωής στα χέρια μου, με βύζαξε Αυτή με τον Όρμο.


Έπιασα στα χέρια μου τη Γη και την ξεχώρισα Ύλη, Ενέργεια, Κίνηση, Φως, Χρόνος, Χώρος, Αέρας, Γη, Πυρά, Νερό, είμαι τυχερός που ΖΩ, είμαι τυχερός που έχω την Επιλογή.


Μικροσυστάδες,  Ζωή, Φως, Πόνος, Χαρά, Λύπη, Θυμός, Ζήλεια, Φθόνος, Λαιμαργία, Διπροσωπία, Ψεύδος, Τύχη, Πλούτος, Φτώχεια, Γνώση, Άγνοια……



Θέλεις να σε μάθω?

 Το σώμα σου θα πλύνεις στην Κασταλία Πηγή, στα χέρια σου θα κρατήσεις φωτιά από την οπή της Περσεφόνης, Χρησμό θα πάρεις. Στα χέρια σου την Γνώση θα κρατήσεις και σε λίγο θα την λησμονήσεις
Την γλώσσα βρήκες και εμένα ξέχασες, από ποια πύλη πέρασες?

 Ποιος Φύλακας σε άφησε Στην Λήθη να περάσεις?

 Τα χέρια σου κάτω από Νερό θα βάλεις

 «Όπως τρέχει το Νερό έτσι φεύγει το κακό……»

 Φωτιά έβαλες να κάψεις τα…… παλιά
«Όπως καίει η Φωτιά έτσι να κάψει τα παλιά και μέσα από την στάχτη την καυτή μια Νέα Ζωή να γεννηθεί…… »
Στον Αέρα Φώναξε Δυνατά

 «Όπως φυσάς και παίρνεις το κύμα μακριά έτσι πάρε τα παλιά……»

Στην Γη έσκαψες και να βάλεις βαθιά
«Μέσα εδώ σε θάβω ένα να γίνεις με την Γη… και όποτε το θέλω ΕΓΩ τότε να βγεις από κει»

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 07, 2013

Εγώ μιλάω για δύναμη...

Καμμιά φορά απλά τα λόγια είναι περιττά...





Όλα ξέρω γιατί γίνονται
και πως λειτουργούν,
το μυαλό με βοήθησε
να καταλαβαίνω,
οι ευαίσθητοι αμύνονται
στη ζωή και αργούν,
κι η λαχτάρα τους συνήθισε
να πατάει το φρένο.

Όλα ξέρω τι σημαίνουν
και τι εννοούν,
το μυαλό μου με συντόνισε
στο καινούργιο μήκος,
οι ευαίσθητοι παθαίνουν
και παρανοούν,
λες κι ο κόσμος το κανόνισε
να γλιτώνει ο λύκος.


Μα εγώ μιλάω για δύναμη,
της αγάπης ισοδύναμη,
και ζητάω προτεραιότητα,
φύση, θέση, κι ιδιότητα.

Μα εγώ μιλάω για δύναμη,
της ελπίδας ισοδύναμη,
και γυρνάω στην αθωότητα,
την παλιά μου την ταυτότητα.

Τον Εαυτό του Παιδί...





Όλοι θέλουμε κάπου να κουρνιάσουμε όταν όλα φαίνονται πως χάνονται... Μια αγκαλιά έστω και φανταστική... έστω για μια στιγμή.... εκεί που όλοι για μια μικρή χαραμάδα στο χρόνο γυρνάμε πάλι στο παιδί που έχουμε μέσα μας...

Τον εαυτό του παιδί απ' το χέρι κρατάει
στα ίδια μέρη κι απόψε η ζωή θα τους πάει.
θα περάσουν ξανά απ' της μνήμης τα σπίτια
από θάλασσες άδειες, απ' του φόβου τα δίχτυα.

Θα σταθούνε μαζί και θα δουν να περνάνε
σαν ποτάμια οι στιγμές που ποτέ δε γυρνάνε
και τα πρόσωπα που έγιναν δρόμοι κι αιώνες
και τα όνειρα που έσκαψαν μες στα χρόνια κρυψώνες.

Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί απ' τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να 'χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο.

Τον εαυτό του παιδί απ' το χέρι θα πιάσει
σαν γυαλί μια στιγμή θα ραγίσει, θα σπάσει
θα χωρίσουν μετά κι ο καθένας θα πάει
σ' έναν κόσμο μισό που τους δυο δεν χωράει.


Στίχοι : Παρασκευάς Καρασούλος
Μουσική : Μάριος Φραγκούλης