Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

Λίγες μέρες πριν...



 
 
Οι πύλες άνοιγαν, το καράβι του ταξιδιώτη θα περνούσε πλέον μέσα στη χώρα, ο προσκεκλημένος ένιωθε πως η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την ανυπομονησία να πατήσει στεριά, ταξίδευε δύο μήνες τουλάχιστον, είχε ακούσει τόσα πολλά, είχε διαβάσει άλλα τόσα και να τώρα ήταν σχεδόν απ’ έξω από αυτό, που οι δάσκαλοι, του έλεγαν πως πρέπει να το δει για να το πιστέψει.



Μπροστά από τις πύλες υπήρχαν δύο τεράστια αγάλματα που απεικόνιζαν δύο γοργόνες τόσο μεγάλες που έφταναν στον ουρανό, οι ουρές τους ήταν χρυσές και οι τρίαινες που κρατούσαν έλαμπαν τόσο που δεν μπορούσες να τις κοιτάξεις παραπάνω από μισό λεπτό. Το στόμα του είχε ξεραθεί από τον θαυμασμό και την προσμονή, πλησίαζαν, είχαν φτάσει μπροστά στην ουρά της δεξιάς γοργόνας το πλοίο είχε ήδη σταματήσει, όμως οι πύλες δεν άνοιγαν, για λίγες στιγμές ένιωσε απογοήτευση, με την άκρη του ματιού του είδε τον πλοίαρχο να κρατάει κάτι στο χέρι του, έμοιαζε με ρουμπίνι στο μέγεθος αυγού, γύρισε το κεφάλι του λίγο καλύτερα για να μπορέσει να δει και διέκρινε πως πάνω στο ρουμπίνι ήταν χαραγμένο με χρυσά γράμματα η λέξη Έλληνες, η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη όταν είδε τον πλοίαρχο να βάζει το ρουμπίνι σε μια οπή στην ουρά της γοργόνας, με μιας οι πύλες άνοιξαν και το πλοίο ξεκίνησε μόνο του.

Ήταν απίστευτο αυτό που έβλεπε, είχε ακούσει για την δομή του λιμένα αλλά αυτό ήταν ανυπέρβλητο, δεν μπορούσε να αντέξει την εικόνα και γύρισε το κεφάλι του πίσω στις πύλες που έκλειναν μόνες τους, συνέχιζαν να πλέουν, υπήρχε ένα περίεργο φως λες και ήταν κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο χώρο, τόπο, χρόνο, πλησίαζαν προς το λιμάνι, τα κυκλικά κανάλια της ακρόπολης συνδέονταν με τη θάλασσα που απείχε πενήντα στάδια (9.250 μέτρα) με διώρυγα τριών ανοιγμάτων (88,71 μέτρα) και εκατό ποδιών βάθους (25 μέτρα). Στην άκρη της διώρυγας υπήρχε μια μεγάλη είσοδος που χωρούσε να περνούν στα κανάλια τα μεγάλα πλοία.

Ο μεγάλος λιμένας που πλησίαζαν κοντά στην πρωτεύουσα ήταν ευρύχωρος και γεμάτος πλοία και εμπόρους που είχαν έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου.

Οι αποθήκες για πλοία ήταν γεμάτες από τριήρεις και αρκετά όργανα και εξαρτήματα, όσα χρειάζονταν για αυτές για να επισκευαστούν ή να εξοπλιστούν, όλα τοποθετημένα με τάξη.

 

Ο προσκεκλημένος είχε μείνει άφωνος με την εικόνα που αντίκριζε, κοίταγε και ξανακοίταγε και δεν το πίστευε αυτό που έβλεπε, το ελαφρύ αεράκι τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι του, γιατί συνάμα ένιωθε και μια γλυκιά μυρωδιά, στάθηκε να κοιτάει ανατολικά όπου πάνω σε ένα μεγάλο λόφο είδε την ακρόπολη, ο ναός του Ποσειδώνα, τον έβλεπε τόσο κοντά που νόμιζε πως αν άπλωνε το χέρι του θα τον έπιανε, κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο και χρυσό. Το άγαλμα του θεού ήταν στημένο σε ένα άρμα με έξι πτερωτούς ίππους και ήταν ψηλό μέχρι τον ουρανό. Περιστοιχιζόταν από εκατό Νηρηίδες καθισμένες σε δελφίνια. – Θεϊκό, μονολόγησε,

-     Πρέπει να κατέβουμε άρχοντά μου,

Τον ακολούθησε σχεδόν σαν υπνωτισμένος, πάτησε στεριά, λίγο πιο κει είδε να τους πλησιάζει ένας άνδρας, φορούσε έναν γαλάζιο χιτώνα από γυαλιστερό ύφασμα, τα μαλλιά του ήταν κατάξανθα σχεδόν άσπρα το ίδιο και τα φρύδια του και οι βλεφαρίδες του, τα μάτια του ήταν παράξενα γαλάζια με πολλές αποχρώσεις, λες και όταν ήταν ακόμα στην μήτρα της μητέρας του και έπαιρνε τα χαρακτηριστικά του σαν άνθρωπος, όλες οι αποχρώσεις του μπλε να συναγωνίζονταν για το πιο μπλε θα κυριαρχήσει, αλλά η σοφή μήτρα και το πάνσοφο ιχώρ τους έκαναν το χατίρι και τα έβαλε όλα μαζί. Το μήκος τον μαλλιών του έφτανε λίγο πιο κάτω από τους ώμους του και στο κεφάλι του ήταν δεμένη μια γαλάζια κορδέλα ίδια με αυτή του χιτώνα του στο κέντρο του μετώπου και ακριβώς στο τρίτο μάτι ήταν κρεμασμένος ένας μικρός κρύσταλλος σε σχήμα ματιού, αλλά δεν ήταν μάτι. Δεν τους μίλησε καθόλου παραμέρισε τον πλοίαρχο υποκλίθηκε στον προσκεκλημένο και του ένευσε να τον ακολουθήσει.

Άρχιζαν να κατηφορίζουν από την Νοτιοανατολική πλευρά του λιμανιού μέσα από ένα δρομάκι στρωμένο από χορτάρι, δεξιά και αριστερά του δρόμου υπήρχαν μάρμαρα όχι όμως έτσι όπως τα ήξερε μέχρι τώρα, είχαν περίεργο σχήμα και χρώμα, το κάθε μάρμαρο ήταν λαξευμένο στο σχήμα της κάθε πόλης της Ομοσπονδίας, ενώ από την δεξιά μεριά χάρτες από  μάρμαρα που ήταν λαξευμένα στο σχήμα κάθε πόλης κράτους της Ελλάδας, Κρήτη, Αθήνα, Θήβα, Σπάρτη, Κόρινθος και πάνω τους ένας  χαλαζίας να μαζεύει το φως του ήλιου για να φέγγει τη νύχτα, του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αλλά εκείνη την στιγμή δεν μίλησε καθόλου, δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα, το μόνο που του έφτανε εκείνη την στιγμή είναι ότι είχε καταφέρει να επιλεχθεί μέσα από εκατοντάδες άξιους μύστες να κάνει εκείνος το ταξίδι.

Κάτι τον έκανε να γυρίσει να κοιτάξει τον συνοδό του, σταμάτησε γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε,

-     Έχεις πολλές απορίες, ηρέμησε και θα σου λυθούν σύντομα.

Τον κοίταξε όλο περιέργεια γιατί δεν έβγαζε φωνή, η φωνή του συνοδού του ακουγόταν μέσα στο κεφάλι του, ο άνδρας δεν του μιλούσε, όπως ήξερε μέχρι σήμερα, δεν κούναγε το στόμα του δεν έβγαζε φθόγγους ή δίφθογγους, απλά τον κοίταζε στα μάτια και άκουγε την φωνή του μέσα του. Η γλυκιά μυρωδιά που είχε αισθανθεί πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου πριν λίγη ώρα τώρα γινόταν πιο έντονη και μπορούσε να την προσδιορίσει, ήταν ένα γλυκό ανακάτεμα κανέλας και σανταλόξυλου. Αισθάνθηκε και πάλι το συνοδό του ότι ήθελε να του μιλήσει γύρισε και τον κοίταξε,

-     Από δω και κάτω θα πας μόνος σου, θα συνεχίσεις το δρομάκι θα τα πούμε σύντομα,

Ο επισκέπτης τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα και συνέχισε το δρόμο του, λίγο πιο κάτω κι’ ενώ θαύμαζε όλα όσα παρουσιαζόταν μπροστά του σε κάθε βήμα του, τον πλησίασαν πέντε νεαρά κορίτσια, ήταν δεν ήταν 15 χρονών, ήταν και οι πέντε ντυμένες ίδια, άσπρα διάφανα χιτώνια τα οποία μετά βίας σκέπαζαν την γύμνια τους, τα στήθη τους ήταν πλούσια και στητά, έμοιαζαν τόσο πολύ με τις νύμφες στα δάση της Αρκαδίας που υμνούσαν όλη μέρα και νύχτα την Άρτεμη, τα μαλλιά τους ήταν κατάξανθα, τα ίδια με του συνοδού του, στο κεφάλι τους είχαν δεμένες χρυσές κορδέλες και τα μάτια τους είχαν το χρώμα της φωτιάς, έκαναν ένα κύκλο γύρω του και άρχιζαν να χορεύουν ενώ παράλληλα τον παρέσερναν προς το ποτάμι,

-     Κόρες ευχαριστώ για το καλωσόρισμα γιατί έτσι μπορώ να το αντιληφθώ, αλλά πρέπει να πάω στο Ναό, τους εξήγησε ήρεμα

Τα κορίτσια γελούσαν και τιτίβιζαν χορεύοντας γύρω του

-     Είσαι ο προσκεκλημένος!;  Άρχισαν το τραγούδι,

είσαι ο σοφός, είσαι ο δυνατός, αυτός που ήρθε από κει,

που είχε από παλιά γραφτεί,

της νιότης έχεις τη φωτιά και τη Δικαιοσύνη στην καρδιά,

όλες τις δοκιμασίες σαν περάσεις και τίποτα δεν θα ξεχάσεις,

ότι υπήρχε υπάρχει πάντα,

αλλά στο τέλος ένας είναι αυτός

που θα είναι μόνο Εκλεκτός.

Το είχαν βάλει ήδη στη λίμνη, τα κορίτσια είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, τα κορίτσια της μιας ομάδας βουτούσαν στο νερό και του έπλεναν δυνατά τα πόδια, ήταν απίθανο το πόση ώρα κράταγαν την αναπνοή τους, οι άλλες κόρες του είχαν βγάλει τον μανδύα και του έλουζαν τα μαλλιά και συνέχιζαν το τραγούδι

-     Από μέρος ήρθε μακρινό και έκανε πολύ καιρό, στην Νήσο τούτη εδώ να μυηθεί και το μυστήριο παντού να ακουστεί, Ω Θεοί! Ω Θεοί, είναι νέος και ωραίος, το πάθος του είναι φλογερό, δεν ξέρει όμως τον εχθρό, τον εχθρό και αν τον μάθει, πίσω θα θελήσει να’ ρθει,

Την αθανασία εδώ θα την ζητήσει, στα καράβια θα την κλείσει, και μαζί του θα τη πάρει, έξω από δω θα την εβγάλει απ’ τη γη ως το φεγγάρι.

Είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στην περιποίηση των χεριών τους, κανένα ζωώδες ένστικτο δεν του αφυπνούσαν όσο και τον χάιδευαν όσο και αν τον φιλούσαν, όσο τολμηρές και γινόντουσαν στα απόκρυφα σημεία του, ήταν απόλυτα ήρεμος, το μυαλό του έτρεχε στην παιδική του ηλικία τότε που μικρός ακόμα ακολούθησε τον Δάσκαλό του τον κένταυρο Ίμαιο, εκεί πάνω στα βουνά του Πηλίου παιδί ακόμα που μάθαινε να σκέφτεται, να αγαπά και να σέβεται,

-     Ίμαιε, μονολόγησε,

 Τα κορίτσια τον έβγαλαν  από το νερό και άρχιζαν να τον σκουπίζουν, τον ξάπλωσαν πάνω σε ένα τεράστιο ύφασμα και άρχισαν να τον αλείφουν με αιθέρια έλαια από κέδρο, τριαντάφυλλο, μέλι, ο ήλιος ευεργετικός τον έκανε να κλείσει τα μάτια για λίγο, οι κόρες τώρα ήταν σιωπηλές, για μια στιγμή είχε την αίσθηση ότι βυθιζόταν σε λήθαργο, ήθελε να ανοίξει τα μάτια του αλλά του ήταν αδύνατο. Όσο βυθιζόταν στον ύπνο του, οι κόρες με κινήσεις απαλές αλλά απόλυτου συντονισμού άρχισαν να τον φασκιώνουν με το ίδιο το ύφασμα σαν να ήταν βρέφος, μόλις τελείωσαν την δουλειά τους η μια από αυτές έσκυψε από πάνω του και τον φύσηξε στο πρόσωπο.

Οι κοπέλες απομακρύνονταν χορεύοντας και πριν φτάσουν στο τέλος του δρόμου άρχισαν να μεταμορφώνονται σε πουλιά, αλκυόνες, και να πετούν ψηλά στον ουρανό.

Η μία από αυτές έφτασε ψηλά στο βωμό του ιερού, εκεί ήταν καθισμένος ο Τένταρος ο τελικός κριτής των δοκιμασιών, κλεισμένος μέσα σε ένα χώρο από γυαλί, σκυμμένος πάνω από ένα μεγάλο στρογγυλό αντικείμενο το οποίο περιείχε νερό παρακολουθούσε τα πάντα, η Αλκυόνη πετάρισε πέντε φορές γύρω από το χώρο του Τένταρου και στο τέλος του χτύπησε με το ράμφος της το γυαλί, εκείνος γύρισε και την κοίταξε –Άρχισε, του είπε και έφυγε.

 

 

Εκείνος της ένευσε και σηκώθηκε από την θέση του περπάτησε προς τον Ανατολικό γυάλινο τοίχο και κοίταξε, εκεί υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη επίσης από γυαλί το βλέμμα του περιπλανήθηκε στα γυάλινα ράφια, τα βιβλία που υπήρχαν εκεί είχαν περίεργη σύνθεση ήταν διάφανα, αν κάποιος που δεν ήξερε τα έβγαζε από την θέση τους το πολύ- πολύ να γίνονταν νερό στα χέρια του και να έχανε την γνώση ή τις πληροφορίες που περιείχαν, απόρησε γιατί δεν έβρισκε αυτό που έψαχνε χαμογέλασε όμως γιατί ειδικά Αυτός δεν έπρεπε να απορεί.

Γύρισε από την πίσω μεριά της βιβλιοθήκης και άφησε τη γνώση να τον καθοδηγήσει και τελικά το βρήκε, στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης το προτελευταίο βιβλίο έγραφε το όνομα του προσκεκλημένου, αντί αυτού όμως πήρε το τελευταίο βιβλίο στα χέρια του, ήταν το πιο σκούρο απ’ όλα, κάθισε στην χρυσή του πολυθρόνα και το άνοιξε, το βιβλίο αυτό όπως και όλα βέβαια δεν είχε λέξεις αλλά κινούμενες εικόνες, είτε έγραφαν το παρελθόν, είτε έδιναν το μέλλον, μόλις το άνοιξε τον κυρίευσε δέος μέσα από τις εικόνες του μπορούσε να δει την αρχή αλλά και το τέλος, η χώρα του είχε καταστραφεί κι’ άλλες φορές όμως τούτη ήταν η τελευταία. Για το λόγο αυτό είχε συμβουλέψει τον βασιλιά τα παιδιά τα οποία επρόκειτο να γεννηθούν να μεταναστεύσουν έμβρυα ακόμα μαζί με τις μητέρες τους ή στον Σείριο ή στην Σελήνη, να γεννηθούν εκεί να μεγαλώσουν και να κρατήσουν το ιχώρ τους ατόφιο να μην ανακατευθεί με ρυπαρές οντότητες.

Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά γύρισε νοητά την σελίδα, βέλος εμφανίστηκε μπροστά του έκλεισε αμέσως. Το ήξερε το τέλος, το ήξερε το βιβλίο, τη συνέχεια σκεφτόταν. 

-     Γιατί με φοβάσαι; Τον ρώτησε το βιβλίο

-     Δεν φοβάμαι εσένα, αυτό που θα έρθει σκέφτομαι.

-     Και τι νομίζεις ότι σε φοβίζει σε αυτό που έρχεται;

-     Έρχεται το τέλος, βέβαια το ήξερα από την μέρα που γεννήθηκα, αλλά θα  ήθελα να κρατήσει λίγο ακόμα

-     Είσαι έτοιμος να δεις;

-     Έτοιμος; τι εννοείς όταν λες έτοιμος;

-     Μη γίνεσαι ειρωνικός!

-     Συγχώρεσε με, βλέπω πως τελειώνει ο καιρός και γίνομαι πικρόχολος.

-     Ξέρεις τι πρέπει να γίνει, που πρέπει να πάω μετά…

-     Ξέρω, διέκοψε,

-     Μη με διακόπτεις, αυτό που πρέπει να γίνει θα γίνει, ο Προσκεκλημένος είναι αυτός που θα με μεταφέρει και θα μεταλαμπαδεύσει, θέλεις να σου πω και κάτι άλλο; Εγώ τον επέλεξα να έρθει, εγώ τον επέλεξα να γεννηθεί.   

Το βιβλίο πήγε μόνο του στην θέση του και τοποθετήθηκε στο ράφι, ο Τέντορας αναστέναξε βαθιά, με την άκρη του ματιού του είδε τον καλό του φίλο να περνά και τον χαιρέτησε, ήταν ο μόνος από την γενιά των αετοκεφάλων που εμπιστευόταν και αγαπούσε, ο Μέσσαρος είχε κεφάλι αετού και σώμα ανθρώπου, η όρασή του, η ακοή του ήταν εφάμιλλα της μητέρας του της μεγάλης θεάς των πτηνών της Ένιας ενώ η ρωμαλέα κορμοστασιά του ήταν ίδια με του πατέρα του, τον πατέρα όλων των Θεών του Δία. Όταν έμαθε ο Τέντορας από ποιο σμίξιμο είχε γεννηθεί ο καλός του φίλος, μέχρι να εξαγνιστεί και να καθαρίσει από το βάρος της ανακάλυψης αυτής πέρασαν  τρία γεμάτα φεγγάρια.

Ο Μέσσαρος όμως δεν ήταν μόνο σε αυτά καλός, ήταν δεινός κολυμβητής και είχε από μικρός την δυνατότητα να μετακινεί αντικείμενα μόνο με το βλέμμα του , η τροφός που τον ανέλαβε αμέσως μόλις γεννήθηκε ήταν απόγονος της Αμάλθειας που είχε αναθρέψει τον Δία για αυτό τα ένστικτά του δεν ήταν άγρια, αλλά όταν εξαγριωνόταν ήταν ίδιος ο πατέρας του, πάντα όμως τον βασάνιζε η σκέψη γιατί ο Δίας δεν τον κράτησε μαζί του στον Όλυμπο εφ’ όσον δεν αποτελούσε μυστικό από την στιγμή που είχε και αλλά τέτοια παιδιά τα οποία είχε κρατήσει κοντά του.

Η αλήθεια ήταν πως ο Μέσσαρος δεν ήταν ο μόνος μισός άνθρωπος που υπήρχε στο Νησί, υπήρχαν κάποιες οικογένειες κυνοκέφαλων, καθώς και κάποιες οικογένειες σαυροκέφαλων, πριν λίγα χρόνια ο πληθυσμός τους στο Νησί άγγιζε συνολικά τις δύο χιλιάδες, αλλά εδώ και λίγο καιρό είχαν μεταπηδήσει στην Αίγυπτο καθώς η προφητεία τους είχε επαληθευτεί σε ένα από τα ταξίδια που είχαν κάνει, ήξερε πως οι Έλληνες είχαν πρωτοκάνει αυτά τα ταξίδια και τους είχαν πρωτοσυναντήσει, μάλιστα οι Έλληνες ήταν οι μόνοι που ήξεραν την πραγματική τους καταγωγή, αλλά αυτό το μυστικό είχε θαφτεί σε ένα μέρος όπου δεν πήγαινε ούτε θνητός, ούτε θεός, ούτε αθάνατος, μόνο οι Έλληνες κράταγαν το συγκεκριμένο κλειδί αυτής της γνώσης, είχαν προσπαθήσει πολλές φορές άλλοι λαοί να μάθουν αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο εξαφανίστηκαν.

Η ώρα όμως περνούσε και έπρεπε να δει τι γινόταν με τον προσκεκλημένο τους. Γύρισε πάλι στην θέση του και κοίταξε πάνω από το νερό, ο Προσκεκλημένος ήταν ακόμα εκεί ξαπλωμένος και φασκιωμένος, είχε καταλάβει τι γινόταν αλλά έπρεπε να το υπομείνει, ένιωσε πως κάποιος τον σήκωνε στον αέρα, για την ακρίβεια χέρια ένιωσε πως τον έπιαναν στα τέσσερα άκρα του, ήταν ήρεμος και χαλαρός για να βοηθήσει στην μεταφορά του, σίγουρα πρέπει να ήταν άνδρες αυτοί που τον κρατούσαν γιατί  το ύψος του και το βάρος του δεν επέτρεπαν σε κόρες να τον μεταφέρουν με αυτό τον τρόπο,

ο Προσκεκλημένος ήταν ιδιαίτερα όμορφος άνδρας το ύψος του άγγιζε τα έξι πόδια ενώ το βάρος  τα εκατό κιλά, τα μαλλιά του ήταν καστανόξανθα και τα μάτια του πράσινα, το σώμα του γυμνασμένο και μυώδες, καταγόταν από πλούσια οικογένεια αλλά η μητέρα του ήταν αυτή που είχε καταλάβει από την αρχή την Προσταγή, έτσι μόλις έγινε ενός έτους  και αφού έχασε τον πατέρα του η μητέρα του τον παρέδωσε στον Ίμαιο, ο αποχωρισμός ήταν αβάσταχτος, η μητέρα του πονούσε όμως ήξερε πως ήταν ο εκλεκτός, όλα αυτά του τα είχε πει η μήτρα που καλέστηκε να τον φέρει στη γη.

Ξαναέκλεισε τα μάτια του, θα πρέπει να τον πήρε για λίγο ο ύπνος, μέσα από το όνειρο μια εικόνα  του ερχόταν ολοζώντανη μπροστά του, ήταν σε κάποιο λιβάδι η μυρωδιά του βρεμένου χορταριού από την πρωινή αύρα ήταν πολλή έντονη στα ρουθούνια του, έτρεχε και χαιρόταν σαν μικρό παιδί, ο ήλιος υπέρλαμπρος του έδινε όσο περισσότερη ενέργεια γινόταν, στεκόταν εκεί μέσα στην μέση του αγρού τα χέρια του ανοιχτά, όλος του ο κορμός και η στάση έδειχνε ευκρινώς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έκλεισε τα μάτια του πήρε βαθιές ανάσες, εισπνοή, εκπνοή και ζήτησε από τον Θεό Ήλιο να του δώσει όσο μπορούσε ΦΩΣ!!!

-     Ήλιε εσύ Θεέ, δώσε μου φως, έφερε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του και τα ένωσε σαν ένα τρίγωνο, τα πόδια του πάντα σε διάσταση, δώσε μου δύναμη, δώσε μου ενέργεια, δώσε μου ζωή.

Λούσε με εσύ Ήλιε μου όπως λούζεις με το φως σου τις κορφές των βουνών, όπως αγκαλιάζεις την θάλασσα, όπως ερωτοτροπείς με τα δάση και τα ποτάμια, ναι Θεέ μου εσύ Ζωοδότη…..  

Ήρθε πολύ γρήγορα στην πραγματικότητα, ένιωσε πως σταμάτησαν, άνοιξε τα μάτια του ήταν ακόμα στα χέρια τους δεν τον είχαν αφήσει κάτω. Όπως κοιτούσε έβλεπε μόνο ορίζοντα τίποτε άλλο, να αυτή πάλι  η μυρωδιά από το σανταλόξυλο και τον κέδρο πιο έντονη τώρα, άρχισαν να ανεβαίνουν σκαλιά το ένιωθε, κάποιος πρέπει να τους έδωσε πρόσταγμα να σταματήσουν

-     Αφήστε τον κάτω, ακούστηκε μια φωνή απόμακρη, οι μεταφορείς έκαναν ότι τους είπε η Φωνή, τον άφησαν προσεκτικά.

Ο Προσκεκλημένος είχε τα μάτια του και τα αφτιά του ανοιχτά όλες οι αισθήσεις του ήταν σε συναγερμό παρά τις ανάσες που έπαιρνε αυτή την στιγμή του ήταν αδύνατον να ηρεμήσει, άρχισαν να τον κατεβάζουν όπως κατεβαίνει ένα δόρυ, είδε το τελείωμα ενός μεγάλου φάρου, το φως του έλαμπε και δημιουργούσε μια τεράστια λωρίδα που τον καλούσε να πάει- τελειώνω;! Σκέφτηκε, όσο συνεχιζόταν το κατέβασμά του έβλεπε όλο και περισσότερα, ο φάρος ήταν ένας μεγαλοπρεπής Ναός ναι!

Ήταν ο Ναός που έβλεπε καθώς ερχόταν να, και οι εκατό Νηρηίδες καθισμένες στα δελφίνια, σα μικρό παιδί που του δίνεις κάτι που το λαχταρούσε άρχισε τώρα να χτυπάει η καρδιά του, - επιτέλους μονολόγησε. Πριν προλάβει να τελειώσει η σκέψη του τον ζύγωσε ο Ιεροφάντης.   

-     Καλώς ήρθες, ήρθες για να μάθεις, να φωτίσεις, να μεταφέρεις, να διδάξεις. Υποκλίθηκε και έφυγε.

Υποκλίθηκε και εκείνος, ο ένας οδηγός του τον προέτρεψε να τον ακολουθήσει, περπάτησαν αρκετή ώρα πέρασαν από μια μικρή λίμνη στο τέλος της στην άκρη της υπήρχε μια σπηλιά του έκανε νόημα να περάσει, μιλώντας του πάντα μέσα στο κεφάλι του τού είπε να περάσει – άφησε τα πράγματά σου από σήμερα εδώ θα είναι το σπίτι σου, από εδώ θα μάθεις, από εδώ θα αναδυθείς, από δω θα ξεπεράσεις, από δω θα διδάξεις και εδώ θα ξαναγυρίσεις.

-     Σε ακούω αδελφέ ακόμα και αν δεν μου μιλάς, ακόμα και αν δεν συμφωνείς πολύ με την επιλογή των Γερόντων, ακόμα και αν έσταζαν φαρμάκι και αίμα τα χέρια σου και το είναι σου εγώ και πάλι θα σε καταλάβαινα, σ’ ευχαριστώ όσο δεν έχει ευχαριστήσει άνθρωπος άλλο άνθρωπο, αλλά να, μπορώ να σε ενοχλήσω λίγο ακόμα;

-     Σε παρακαλώ, του είπε χωρίς να του μιλά

-     Ποιος θα με βοηθήσει στην θυσία που θέλω θα κάνω;

-     Κανείς, και χάθηκε

Βγήκε έξω από την σπηλιά, κοίταξε γύρω του ο οδηγός του δεν υπήρχε πουθενά, υπήρξε άραγε; έπρεπε να βρει υλικά να φτιάξει βωμό. Ξεκίνησε από τις πέτρες, γύρισε την περιοχή, παντού άσπροι κύκλοι λες και σηματοδοτούσαν τα όρια της σπηλιάς, έψαχνε αλλά μάτια, ξαφνικά μπροστά του πέτρες όσο ένα μικρό σακί άχυρα, έκανε ένα βήμα, κάτι τον διαπέρασε, κρύο νερό αισθάνθηκε από την ραχοκοκαλιά του μέχρι τα πόδια του, χορδές τεντωμένες έπαιζαν στους νευρώνες του και στα δάχτυλά του, ήταν αδύνατον να βγάλει μιλιά από το στόμα του και αυτή η στυφή γεύση σαν αλισίβα τον έκανε να αηδιάσει, ένα κύμα τον έστειλε πίσω τουλάχιστον δύο πόδια, κοίταξε κάτω οι μύτες από τα πόδια του ήταν έξω από τον άσπρο κύκλο, σκέψεις απρόσκλητες ερχόντουσαν στο μυαλό του και τα βήματά του μικρά και μουδιασμένα και πάλι ο τοίχος και πάλι αυτή η γεύση και πάλι να πετάγετε πίσω, ώρες κράτησε το αλισβερίσι, μάτωνε, πονούσε, η νύχτα έφτανε αλλά ο βωμός δεν ετοιμαζόταν, η θυσία δεν μπορούσε να περιμένει.

Αποκαμωμένος κάθισε κάτω από ένα δέντρο, η κυρά Σελήνη έβγαινε το σεργιάνι της στον ουρανό πάνω στο ασημί της άρμα, υποκλίθηκε στον έρωτά της τον Ήλιο, περίμενε να της νεύσει πριν δώσει το λάκτισμα στα δικά της άλογα να χορέψει για τον πατέρα της τον Ουρανό.

-     Είσαι ολόγιομη Θεά, ολόγιομη σαν την μάνα σου την Μήνη, μα δώσε μου τη δύναμη, εσένα επικαλούμαι, δώσε μου τη δύναμη να τα καταφέρω, σε τούτη δω τη χώρα που καλέστηκα όσοι δεν με αγαπούν με θέλουν πεθαμένο, και άλλοι πάλι ζωντανό και άψογο με θέλουν παρακαλούν να φύγω σαν το δειλό με σκυμμένο το κεφάλι, και τη δικιά τους θέληση βαθειά να ξεριζώσουν, βωμό Θεά! βωμό, θυσία θε να κάνω!!

Με την άκρη του ματιού του είδε ένα άσπρο λύκο να τον πλησιάζει, μέχρι να προλάβει να κοιτάξει καλύτερα ο λύκος μεταμορφώθηκε σε μικρό φτερωτό αγόρι.

-     Πέτρες ζητάς βωμό να φτιάξεις, θυσία να προσφέρεις που έφτασες εδώ, έτσι δεν είναι;!

-     Ναι, απάντησε κοφτά

-     Από ποια χώρα έρχεσαι; Τον ρώτησε παιχνιδιάρικα

-     Από την Ελλάδα νεαρέ, του είπε δεικτικά

-     Από ποια πόλη της είσαι; Τον ξαναρώτησε επίμονα

-     Από αυτή που έχετε πρώτη – πρώτη καθώς μπαίνει κανείς από την Νοτιοανατολική πλευρά

-     Είσαι Κρήτης του απάντησε τελείως παιδικά

-     Το βρήκες νεαρέ, εσύ τώρα θα μου πεις από πού έρχεσαι και τι κάνεις εδώ; Ποιος σε έστειλε;

-     Έρχομαι από εκεί πάνω, και του έδειξε την κορφή του βουνού Δάρδανος, το υψόμετρο του είναι τριάντα πέντε χιλιάδες πόδια παρόλα αυτά όμως χωρίζεται σε δαχτυλίδια ισοδύναμα ανά πέντε χιλιάδες στο ύψος, όσο πιο ψηλά πας γνωρίζεις και άλλους κόσμους, ο δικός μου για παράδειγμα είναι στο τελευταίο δαχτυλίδι, να βλέπεις εκεί πάνω, ο πατέρας μου καταγόταν από την χώρα της Δάιντα αλλά ήρθε εδώ πολύ μικρός και εκείνος γιατί τα βουνά τους ξερνούσαν κρυστάλλους φωτεινούς και είχαν καταστραφεί σχεδόν τα πάντα, Ο Τέντορας τον έσωσε και τον έφερε εδώ, η μητέρα μου Αιγύπτια ήταν ήρθε σκλάβα μετά τον πόλεμο. Έτσι βρέθηκα εδώ γεννημένος και από το μεγάλο αμάρτημα, έχασα τα φτερά μου που τα έχω μόνο για μια νύχτα κάθε μήνα μόλις γεμίζει η Σελήνη και μετά  το πρωί πάλι τα χάνω.

Εδώ ήρθα γιατί θα χρειαστείς οδηγό και υπηρέτη τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό, μετά αν τα καταφέρεις δεν θα με έχεις ανάγκη και θα πάω πάλι στον κόσμο μου.

Ο Τέντορας με έστειλε, ακόμα δεν θα τον δεις, αυτός είναι ο τελικός κριτής των πάντων, κατέχει το Ιερό Βιβλίο και κινεί όλη του τη γνώση σαν το νερό. Τελικά είμαι ικανοποιημένος πριν τελειώσει η Στιγμή σου απάντησα και στα τρία ερωτήματά σου.

Εσύ όμως για πες μου, γιατί ήρθες εδώ; ποιος σε κάλεσε; Σε τι θα μαθητεύσεις; Κάθισε οκλαδόν και κάρφωσε τα παιδικά μάτια του στα δικά του.

-     Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο η μορφή του Δασκάλου μου του Ίμαιου είναι μέσα στα μάτια μου, η Μητέρα μου με έδωσε σε εκείνον μετά από εντολή της Προσταγής, η Προσταγή είναι πιο έντονη και από το Χρησμό. Ο Δάσκαλος είναι μισός άνθρωπος και μισός άλογο με πήρε από το χέρι και μου έμαθε πολλά, σταμάτησε απότομα και συνέχισε, με ρώτησες ποιος με κάλεσε;

-     Ναι, αυτό σε ρώτησα ποιος σε κάλεσε; Το…… δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά το στόμα του κλείστηκε με μιας. Ο μικρός προσπαθούσε να το ανοίξει αλλά μάταια δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του είχε ξεχάσει πως δεν έπρεπε να πει περισσότερα, έσκυψε το κεφάλι έπιασε τον Προσκεκλημένο και περπάτησαν για δέκα βήματα, - εκεί,  του έδειξε με το χέρι του. Ο άνδρας πήρε μερικές πέτρες, με ένα νεύμα ζήτησε βοήθεια από τον μικρό, εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

Οι πέτρες μαζεύτηκαν και ο βωμός ήταν έτοιμος με το μεσουράνημα της Σελήνης.  Θυμιάματα και μηλίσκος ήταν η λιτή τελετή που πρόσφερε στην Σελήνη.

Οι μέρες έφευγαν και έρχονταν με αργό ρυθμό η κλεψύδρα άδειαζε και γέμιζε με τον ίδιο αέναο ρυθμό, κάθε Ανατολή η Μυσταγωγία ήταν ίδια και κάθε Δύση η ίδια ακριβώς τελετή για την Θεά Σελήνη.

Εκείνο το βράδυ ο Προσκεκλημένος είχε πολύ ανήσυχο ύπνο. Παρόλο που έδειχνε κοιμισμένος οι αισθήσεις του ήταν σε συναγερμό, κάτι σε όραμα εμφανίστηκε, φωνές, σκόνη, αίμα και πόνος ανείπωτος πόνος, πετάχτηκε από το κρεβάτι του και φώναξε, - Μικρέ Λύκε πρέπει να δω τον Τέντορα, ο μικρός με νοήματα προσπαθούσε να του εξηγήσει πως τώρα ήταν αδύνατον, ο Προσκεκλημένος επέμενε, - δεν έχουμε χρόνο πρέπει να τον δω να του μιλήσω, είναι ανάγκη δεν έχουμε χρόνο.

Βγήκε έξω από την καλύβα του – Τέντορα, που είσαι πρέπει να σε δω να σου μιλήσω τελειώνει ο Χρόνος, Τέντορα απάντησέ μου. Έμεινε εκεί αποκαμωμένος ώσπου χάραξε, ο οδηγός που τον έφερε κατηφόριζε ήδη και τον πλησίαζε, με τον ίδιο τρόπο που τον έφερε με τον ίδιο τρόπο του είπε να τον ακολουθήσει άρχισαν να κουβεντιάζουν ο Προσκεκλημένος μίλησε πρώτος

-     Οδηγέ  πρέπει να μιλήσω με τον Τέντορα,

-     Δεν είναι ακόμα ο χρόνος

-     Πως αντιλαμβάνεσαι τον χρόνο; Αλλιώς εσύ, αλλιώς εγώ, αλλιώς ο ελέφαντας, αλλιώς η μύγα, σε παρακαλώ πρέπει να μιλήσω μαζί του δεν έχουμε άλλα περιθώρια.

-     Τα περιθώρια τα καθορίζει ο Τέντορας και η Ώρα. Αλλά αν αυτό είναι που ζητάς πρέπει να ξέρεις πως εκεί σε πάω τώρα και όχι γιατί το θες εσύ αλλά Εκείνος.

-     Σε ευχαριστώ, να ξέρες πόσο σε ευχαριστώ,

-     Θα με ευχαριστούσες περισσότερο αν πραγματικά μας έσωζες αλλά αυτό δεν γίνεται ακόμα.

Στο τελείωμα του λόφου στάθηκαν για λίγο, ο Προσκεκλημένος γύρισε και κοίταξε τον οδηγό του, εκείνος με τα μάτια κλειστά και τα χέρια απλωμένα προσευχόταν ένα ελαφρύ αεράκι έπαιζε με τα μαλλιά του και τον μανδύα του, ξαφνικά είδε δάκρυα από τα μάτια του και ένας βουβός λυγμός βγήκε από τα χείλη του, άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε και αυτός – Τώρα θα περιμένεις εδώ, εγώ πρέπει να φύγω, ότι και αν γίνει μη φύγεις περίμενε εδώ.

-     Που πηγαίνεις;

-     Σήμερα ήταν η τελευταία φορά που με είδες σε αυτή την ζωή, αν όλα πάνε καλά θα με συναντήσεις πάλι στην επόμενη, άπλωσε τα χέρια του και έπιασε τον Προσκεκλημένο, εκείνος ένιωθε την ενέργεια να τον διαπερνά,  τέσσερα χέρια ενωμένα, μια ενέργεια, ένας σκοπός. – Από εμένα είσαι έτοιμος έχε γεια καλή αντάμωση.

-     Έχε γεια, καλή αντάμωση.

Έμεινε μόνος του να κοιτάζει την θάλασσα, κάθισε κάτω στο γρασίδι έκλεισε τα μάτια του, οι ανάσες του ήταν βαθιές και αργές, το επίκεντρο της σκέψης του ήταν αυτό που θα ακολουθούσε. Τελείωσε με τον διαλογισμό του και επανήλθε στην φυσιολογική του κατάσταση, ένιωσε κάτι, μια παρουσία γύρισε το κεφάλι του και είδε

-     Τέντορα;     

-     Μην μιλάς μόνο νιώσε έρχεται; Το κατάλαβες και εσύ;

-     Πονάει το μυαλό μου Τέντορα, η ψυχή μου, η ύπαρξή μου όλη, πονάω τόσο που ματώνει όλη η ενέργειά μου, έρχεται, δείξε μου, μάθε με, μάθε με να πάρω την Γνώση να την περάσω.

-     Το ξέρω ότι θα τα κατάφερες Γιε του Ήλιου το ήξερα από την στιγμή που το ιχώρ Εκείνου ήρθε στο δικό σου την στιγμή της σύλληψης στην ιερή μήτρα της μητέρας σου,

-     Τι ήταν η γέννηση μου;

-     Θεία χάρη από Εκείνον Προσταγή από την μια και μόνη Γνώση, ναι θα την έχεις την Γνώση σου ανήκει ρέει στις φλέβες σου

Ένωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του σε τρίγωνο έκλεισε τα μάτια του ανάσαινε αργά και βαθιά ο Τέντορας πέρασε πίσω του και με τα χέρια του κύκλωσε την αύρα του, μετά έσκυψε πήρε μια χούφτα από την άσπρη άμμο και έκανε ένα κύκλο, μπήκε και αυτός μέσα τα λόγια του καθάριζαν τον χώρο

-     Πατέρα μου, Δάσκαλε μου, εσύ που την Προσταγή Γέννησες και κοντά μας την έφερες σε μένα την Δίδαξες την Γνώση και τώρα εγώ στα ύστερα της Νήσου μου και στα στερνά μου χρόνια αξιώνομαι     σ ’αυτόν να την περάσω, βοήθα ουράνιε Πατέρα άλλος σε τούτο τον χώρο να μην μπει εγώ και ο Μαθητής μου άλλος να μη μπει, βοήθαμε Πατέρα, λίγο -  λίγο κύκλωνε και τους δυό τους σε παράλληλους κύκλους πρώτα ο Μαθητής μετά ο Δάσκαλος και πάλι από την αρχή πρώτα ο Δάσκαλος μετά ο Μαθητής το σύμπαν συνωμοτούσε και ο Ουράνιος Πατέρας προστάτευε και τους δύο. Μόλις το ένιωσε ο Τέντορας στάθηκε πάλι πίσω του με τα δάχτυλα του έκανε το σύμβολο του άπειρου πάνω από κεφάλι του, πέρασε δεξιά του,  ο Μαθητής πάντα με τα μάτια κλειστά, στα δεξιά του έκανε το σύμβολο της θάλασσας σαν βιβλίο ανοιχτό, τον κύκλωσε και πέρασε αριστερά του σχημάτισε το σύμβολο της πίστης, στάθηκε μπροστά του τα χέρια του και τα μάτια του στάθηκαν στο Τρίτο του Μάτι, σχημάτισε το σύμβολο της αιωνιότητας, τότε πήρε τα χέρια του Μαθητή και τα έφερε στο μέτωπο πάλι τριγώνισε το Τρίτο μάτι και του φύσηξε στο στόμα μια φορά, πάνω στο Μάτι δεύτερη φορά, εκεί που τελείωνε το νοητό τρίγωνο ήταν στην καρδία φύσηξε Τρίτη φορά,- άνοιξε τα μάτια σου Τίμαιε, άνοιξε τα και δες, μάθε, νιώσε και πες το μόνο σε αυτόν που έχει το ίδιο όνομα με σένα, ποτέ σε θηλυκό, κράτα τες για Ιέρειες είναι πολύτιμες, εναντιώνεται το αρσενικό πνεύμα το νιώθω αλλά θα καταλάβεις στην πορεία, καλώς ήρθες Τίμαιε.

Μόλις τελείωσε η μυσταγωγία ο Τίμαιος δεν ήταν ο ίδιος πια ακολούθησε τον Δάσκαλο του και την μοίρα του εκεί που έπρεπε.       

Συνεχίζεται...

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα