Παρασκευή, Ιανουαρίου 24, 2014

Και κάπως έτσι καλησπέρα...



Ένα ακόμα απόγευμα με καλή μουσική, ζεστή σοκολάτα και παρέα τα ταξίδια μέσα από την περιπλάνηση... Μια γλυκιά καλησπέρα σε όλους τους Αλήτες!!!
   

Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2014

-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;»




Έρωτας, έτσι απλά από το τότε στο τώρα...
Δεν διαλέγει ποιον, δεν επιλέγει το πότε, δεν νιάζεται για το γιατί....
Με ρωτάς πώς τρελάθηκα. Έγινε έτσι.
Μια μέρα, πολύ πριν γεννηθούν οι Θεοί, ξύπνησα από ένα βαθύ όνειρο
και ανακάλυψα πως είχαν κλέψει όλες μου τις μάσκες.
Τις επτά μάσκες που είχα χρησιμοποιήσει σε επτά ζωές.

Χαλίλ Γκιμπράν.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 22, 2014

Η Χώρα των Ηρώων...




Συνέχεια…

Ξάπλωνε σιγά – σιγά και το κορμί του άφηνε στα χέρια και στα φιλιά. Μέχρι που τα μάτια του μόνο ουρανό έβλεπαν. Το στοιχειό της συνείδησης είχε τα ρούχα της κορυφής, όπου και ήταν η φυλακή των Γηραιών. Τα κορμιά πάνω του δεν τον άφηναν να κουνηθεί, οι μυρωδιές από το τραπέζι τον τράβαγαν, και η γεύση του κρασιού από τα στόματα των γυναικών του μέθαγαν το μυαλό και η κορυφή εκεί. Τινάχτηκε. Τα κορμιά έπεσαν από πάνω του και το μυαλό του καθάρισε.

Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2014

Ο φιλόσοφος Αμπελοφιλοσοφίδης προτείνει...





Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ποστάρουν αρχαία ρητά δηλώνοντας ευθαρσώς τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια τους για κάτι, άλλοι πάλι επειδή βαριούνται να δουν λίγο το μέσα τους, σαν άλλοι Κύρος Γρανάζις, ανακαλύπτουν εκ νέου ρητά λέγοντας με λίγα λόγια αυτός / η είμαι και σε όποιον αρέσω. Και γιατί ρε φιλαράκι δεν το λες όπως είναι και κοτσάρεις τον έρμο τον Αρχαίο που αυτός ξέρει τι λέει, που το λέει, γιατί το λέει και σε ποιον το λέει?

Εμείς οι ίδιοι καθαρά από μόδα ανακαλύπτουμε την Γνώση, το Φως, τη Σοφία (όχι την Καρβέλα) χωρίς στην ουσία να μην είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το μέσα μας. Εμείς οι ίδιοι που δεν ξέρουμε που ανήκουμε, στο βοσκό, στο μαντρί, στο Λύκο, ανακαλύπτουμε Σωτήρες που στο τέλος θα μας δώσουν να καταλάβουμε πως μη Σωτηρία της Ψυχής είναι μεγάλο πράγμα και ξεκινάει πρώτα από μέσα μας και αντανακλάται έξω. Διότι το Φως, η Γνώση, η Σοφία (και ουχί η Καρβέλα) είναι καθαρά υποκειμενική δράση και μετέπειτα η αντιστοίχηση των Γνώσεων τόσο επικοινωνείτε όσο και διαλαλείται. Πριν λοιπόν σηκώσουμε τη Σημαία, το άλμπουρο, ή όπως αλλιώς το λέμε της προσωπικής Επανάστασης σε ότι αφορά άλλους, να κοιτάγαμε πρώτα μέσα μας να δούμε τι καταλαβαίνουμε και τι όχι;


Βαθιά φιλοσοφημένο το άσμα που ακολουθεί με την ελεύθερη βούληση της κατά το δοκούν απόδοσης.


Α και να μη το ξεχάσω, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.


« Όποιος δεν ξέρει και δεν ξέρει πως δεν ξέρει, είναι τρελός, απόφυγε τον.


Όποιος δεν ξέρει και ξέρει πως δεν ξέρει, είναι παιδί, μόρφωσέ το.


Όποιος ξέρει και δεν ξέρει πως ξέρει, κοιμάται, ξύπνα τον.


Όποιος ξέρει και ξέρει πως ξέρει, είναι σοφός, ακολούθησε τον».

Δευτέρα, Ιανουαρίου 20, 2014

Η χώρα των Ηρώων.





Από τη χώρα των Ηρώων έφτασαν τα νέα και δεν ήταν καθόλου ευχάριστα.

Οι πόλεις έπεφταν οι μία μετά την άλλη και βοήθεια δεν έρχονταν από πουθενά. Τα πλοία γυρνούσαν με μαύρα πανιά. Τα κάστρα γκρεμίζονταν και ελπίδα από πουθενά.



Είπαν οι Άρχοντες χρησμό να πάρουν και να κάνουν σπονδές. Οι Θεοί είχαν γυρίσει αλλού το πρόσωπο και κανείς δεν ήθελε να βοηθήσει.

Πρωί ξεκίνησαν να πάνε στο Μαντείο και έφτασαν βράδυ, απέδωσαν Τιμές και δώρα, θυσίες και αναθέματα και το άλλο πρωί πήραν τον χρησμό… « Να επιστραφεί αυτό που κρύφτηκε ψηλά μαζί με τη Γυναίκα που διώχθηκε μακριά», έφυγαν με κατεβασμένο κεφάλι οι Άρχοντες, κανείς δεν πίστευε αυτό που χρήστηκε, Να επιστραφεί αυτό που κρύφτηκε ψηλά μαζί με τη Γυναίκα που διώχθηκε μακριά », ποιος θα το έκανε; Ποιος θα πήγαινε να τη φέρει; Πώς να επιστραφεί αυτό που είχε κρυφτεί; Αν πέσει σε χέρια βέβηλα; Ποιος θα το προφυλάξει; Στο δρόμο για το γυρισμό μαντατοφόροι από τις πόλεις πήγαιναν τα νέα των Αρχόντων να φύγουν όλοι από τις πόλεις, να ερημώσουν όλα, να μη μείνει τίποτε που να θυμίζει χώρα. Όσο πλησίαζαν έβλεπαν να καίγονται τα πάντα και άνθρωποι να φεύγουν με κατεβασμένο το κεφάλι. Άνδρες, Γυναίκες, Γέροι, Παιδιά έπαιρναν το δρόμο του μισεμού και αλλού να πάνε. Τα σπίτια τα κτήρια, τα σπίτια, τα ιδρύματα, οι βιβλιοθήκες όλα στάχτη.

Ένας μόνο Βασιλιάς προσπαθούσε το χρησμό να καταλάβει, ήταν νέος σε ηλικία και ακόμα πιο νέος στην αρχηγεία, μάταια ρωτούσε, ακόμα πιο μάτια παρακαλούσε να του πουν οι Αρχαιότεροι, κανείς όμως δεν έβγαζε μιλιά.

 Έφτασε μόνος και τελευταίος στη χώρα του, κοίταζε ένα γύρω την ομορφιά και το κάλος της και δεν του πήγαινε καρδιά να την ξεριζώσει από το χάρτη της ψυχής του και των ανθρώπων του, ένιωθε υπεύθυνος για τα πάντα, από τη ροή του ποταμού μέχρι και το κελάιδισμα των πουλιών. Δυο μέρες και δυο νύχτες άυπνος τον έτρωγε η αγωνία μέχρι που το πήρε απόφαση, θα πήγαινε να ζητήσει βοήθεια για το χρησμό από τους Γηραιούς της χώρας, έφτανε μόνο να μπορέσει να πάει εκεί που τους είχαν φυλακίσει.
Εντελώς μυστικά και χωρίς να πει τίποτε σε κανένα ξεκίνησε για το Βουνό της Λήθης. Το μόνο που παρακάλεσε το Λαό του, με πρόσχημα πως πάει για καινούργιο χρησμό, ήταν να μη φύγει κανείς αν δεν γυρίσει σε δεκατέσσερις μέρες, την δέκατη πέμπτη ήταν ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν θυμόταν ήταν πως όσοι είναι οι Γηραιοί τόσες και οι μέρες για να φτάσεις εκεί. Οι Γηραιοί ήταν εφτά. Πέρασε μέσα από ποτάμια, λίμνες, χαράδρες, χτύπησε και χτυπήθηκε από θηρία που φυλούσαν τα περάσματα και τις εξόδους μέχρι που έφτασε. Στους πρόποδες της Λήθης μια γριά Γυναίκα του είπε πως για να φτάσει στη φυλακή θα έπρεπε να αφήσει το άλογό του κάτω ως ενέχυρο και να πάει με τα πόδια. Υπολόγισε πως του έμεναν δυο μέρες και τον έπιασε πανικός. Πως θα έφτανε επάνω με πόδια; Μα η γριά ήταν σαφής, « το άλογο θα μείνει εδώ, αλλιώς θα σου πάρω σαν ενέχυρο τη ψυχή» . Άφησε το άλογο και άρχισε να ανεβαίνει , όσο πιο δύσκολος ο δρόμος τόσο πιο γρήγορα ήθελε να ανέβει. Του έμεναν ακόμα δύο μέρες.
Ένα βήμα πριν φτάσει γυναίκες από το πουθενά εμφανίστηκαν μπροστά του, ήσαν γυμνές και κύκλο έκαναν και μέσα τον έβαλαν, τον παρακαλούσαν μαζί τους να ξαπλώσει και να τα ξεχάσει όλα, κάτω από ένα δέντρο τραπέζι γιορτινό του είχαν στρώσει με λογιών φαγητά και το κρασί έρεε άφθονο. Του γελούσαν τον χάιδευαν και τραγούδια του έλεγαν γλυκά. Μια από αυτές έπεσε πάνω του και άρχισε να τον φυλάει τρελά, τον έγδυναν όλες μαζί και τον ξάπλωσαν στο χορτάρι. Γελούσαν, χάιδευαν και τραγουδούσαν και πάλι από την αρχή, ένα ερωτικό γαϊτανάκι που όλες οι κορδέλες ήταν μπλεγμένες. Άρχισε να τρελαίνεται και να θέλει να ξαποστάσει λίγο, είχε τόσο κουραστεί Πόσο τις ποθούσε, πεινούσε τόσο το κορμί του από τα χάδια τους, ήθελε να ξεκουραστεί για λίγο, είχε χρόνο, είχε ακόμα δύο μέρες και ήταν κοντά, πολύ κοντά.

Συνεχίζεται…..