-
-
Μνήμες,
μνήμες, μνήμες, όλο μου ζητάς να θυμηθώ, να γυρίσω πίσω, ουρλιάζεις πως το
κλειδί είναι αφημένο εκεί στο χτες. Με βλέπεις να αντιστέκομαι να το πολεμάω με
νύχια και με δόντια να μείνω στο εδώ να μην γυρίσω εκεί, πονάει τόσο πολύ.
Το ουρλιαχτό σου γίνεται παρακάλι και
ικεσία, να πάω λες να δω τι έγινε, τότε, για να βοηθήσω στο τώρα.
Πες μου τι να θυμηθώ ?? Τη φωτιά, το
αίμα τους ανθρώπους που πεταγόντουσαν από εδώ και από εκεί με καμένες σάρκες, ή
να θυμηθώ την προδοσία??? Τι πες μου! τι από όλα να ανασύρω από την ψυχή μου? Που
να σε πάω, πόσα χρόνια θέλεις πίσω να γυρίσω? Στη νύχτα εκείνη? Ποιος θέλει να
την θυμάται εκείνη τη Γιορτή?
Σαν σε όνειρο με μάτια ανοιχτά το
ξαναζώ, είχε πανσέληνο και γιορτάζαμε το άνοιγμα της εποχής της Διδασκαλίας, τα
μικρά κορίτσια με γαλάζια διάφανα φουστάνια χόρευαν στο γαϊτανάκι από μεταξωτές
κορδέλες που τα ίδια είχαν φτιάξει. Οι Γηραιότεροι είχαν μαζευτεί από νωρίς και
αναπολούσαν παλαιότερα χρόνια με τραγούδια και ύμνους, οι γυναίκες από νωρίς
μαγείρευαν και γέμιζαν τα τραπέζια με λογής εδέσματα. Μικρά παιδιά έτρεχαν,
γέλαγαν, φώναζαν χαρούμενα, ο αέρας μύριζε από τα ψητά και οι μουσικοί με
άρπες, λύρες και πνευστά έπαιζαν μελωδίες βγαλμένες όχι από νότες αλλά από την
ψυχή τους θαρρείς. Όμως άσε με να χαρείς πονάει όλο τούτο δεν καταλαβαίνεις???
- -
Σε
παρακαλώ είσαι σε καλό δρόμο προσπάθησε λίγο ακόμα μη σταματάς, κράτα για μια
στιγμή το νήμα και προχώρα, πήγαινε και δες, μη το κρύβεις, μη κρύβεσαι άλλο, δεν
έχεις να φοβηθείς τίποτε…
- -
Έτσι
λες? Δεν έχω να φοβηθώ τίποτε?
- -
Όχι
κορίτσι μου, είσαι δυνατή, πέρασες τόσα και όμως τα κατάφερες, σε παρακαλώ μη
σταματάς τώρα, όχι τώρα…
Συνεχίζεται…