Τετάρτη, Μαΐου 07, 2014

Μήδεια



συνέχεια...


Τίποτε δεν θύμιζε εκείνο το πάθος της Κολχίδος, τους όρκους της Δήλου, την αγάπη και το πάντρεμα στην Κέρκυρα. Όλα στάχτη, από το μόνο πράγμα που ζήτησα από αυτό προδόθηκα. Ένας αέρας τρέλας και μίσους ξεσήκωσαν την ψυχή μου, ήθελα να τον καταστρέψω με ακούς? Να τον καταστρέψω να μη μείνει τίποτε δικό του. Να χαθούν τα πάντα του. Νύχτες ολάκερες το μυαλό μου έκανε έρωτα με τον κίνδυνο, κοίταγα μια μπροστά μια πίσω. Είπα να φύγω και να γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου, να πάρω τα παιδιά μου και να φύγω. Το τόλμησα μια φορά, όσο εκείνος με περιγελούσε κλεισμένος σε άλλη ηδονική αγκαλιά. Και ναι την έκαψα τη Γλαύκη, ναι με το χιτώνα που της έστειλα για γαμήλιο δώρο χάρηκα για λίγο όμως. Η κατάρα μου θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη, το τίμημα της προδοσία του Ιάσονα έπρεπε να είναι ακριβότερο και πιο επώδυνο. Χίλιες οργές έριξα πάνω του, όσοι οι πόνοι από τις γέννες μου τόσοι και περισσότεροι να ήταν οι δικοί του, όσα τα μαλλιά μου τα δάκρυά του και ακόμα περισσότερα. Κάθε βράδυ ο ίδιος πόνος να βρω τρόπο να εκδικηθώ, κάθε νύχτα με κάθε σπονδή στην Κίρκη και η ίδια παραφρονημένη δίψα για να ανταποδώσω το κακό που μου έκανε και στο τέλος πάντα η ίδια λέξη να βγαίνει από το ματωμένο στόμα μου, « σ’ αγαπάω ακόμα Βασιλιά μου».

Μια νύχτα με Πανσέληνο έτρεξα γυμνή με τα μαλλιά λυμένα στο Βωμό της Εκάτης, αφού τελείωσα την Ιερουργία κοίταξα ψηλά στον ουρανό και από το στεφάνι της Μήνης είδα τα πρόσωπα των παιδιών μου να μου χαμογελούν, έμπηξα το στιλέτο που κράταγα στα χέρια μου και άφησα το αίμα να τρέξει για να πάρω τον χρησμό. Ναι αυτό θα έκανα ήξερα πλέον… Νεφέλη θα σήκωνα και όλους θα τους ξεγελούσα ακόμα και εκείνον. Έτσι και έκανα. Το πρωί όπου όλοι θα ήταν απασχολημένοι εγώ με τα φίλτρα μου και τις δυνάμεις μου θα δημιουργούσα σύγχυση. Και πάνω στον πανικό θα τελείωνα ότι υπήρχε από τον Ιάσονα.

Στην αγορά της πόλης, στους δρόμους, στο γυμναστήριο, όλοι τους ένα πολύβουο μελίσσι. Στάθηκα στο μέσο του αίθριου και άνοιξα τα χέρια μου διάπλατα, τα λόγια τα κρυφά που μου είχε μάθει η Κίρκη άρχιζα να λέω, σήκωνα μια το βλέμμα στον ουρανό και μια το έριχνα στη γη…. Και πάλι από την αρχή. Οι γιοι μου κατάλαβαν τι έκανα και ήρθαν να με σταματήσουν, όμως ήταν πολύ αργά, όλα άρχιζαν και τελείωναν σε εκείνη τη χαραμάδα του χρόνου που είχα ανοίξει. Μέσα σε ένα ανοιχτό αγγείο που το είχα γεμίσει νερό παρακολουθούσα τις αντιδράσεις του κόσμου, όλοι έπεφταν κάτω κοιμισμένοι, τα δέντρα δεν κουνούσαν τα φύλλα και τα κλαδιά τους παρόλο που ο αέρας λυσσομανούσε, τα λουλούδια από τις γλάστρες δεν σάλευαν και η θάλασσα και αυτή σύμμαχος ούτε ένα κύμα.

Ο Φέρητας ο γιος μου ο πρωτότοκος μου έπιασε το χέρι και εγώ με το άλλο σήκωσα το στιλέτο και του το έμπηξα στην καρδιά, το ίδιο έκανα και με τον άλλο μου γιο, αμέσως τους έδωσα να πιουν από το φίλτρο που είχα φτιάξει να ξανάρθουν στη ζωή μετά από λίγο…. Τα παιδιά μου κείτονταν στο χώμα και εγώ όρθια από πάνω τους. Είδα τον Ιάσονα να τρέχει σαν τρελός και να γονατίζει μπροστά μου, μου αγκάλιασε τα πόδια και συγνώμη ζητούσε, φιλούσε τα χέρια μου που έσταζαν αίμα , το αίμα των παιδιών μας. – Πολύ αργά αγάπη μου μοναδική, δεν θα μείνει τίποτε από σένα πια. ‘Έμεινε λίγη ώρα ακόμα για να χαθώ για πάντα από αυτό τον τόπο μαζί με τα παιδιά μου. Κλαις τώρα, κλάψε Ιάσονα όπως έκλαιγα εγώ τόσο καιρό, παρακάλα τους Θεούς να σε λυπηθούν και να τα φέρουν πίσω. Άσπρισαν από τον πόνο τα μαλλιά σου με μιας βλέπω καλέ μου, ξεθώριασε το χρώμα τους όπως ξεθώριασε και μένα η ψυχή μου. Μόνο αγάπη ζήτησα Βασιλιά μου, ήταν πολύ μεγάλο για σένα το φορτίο της αφοσίωσης? Μόνο αγάπη ζήτησα Βασιλιά μου, ήταν πολύ μεγάλο το φορτίο της αγάπης μου για σένα? Μόνο αγάπη ζήτησα Βασιλιά μου και μου έδωσες πόνο και προδοσία. Σύρσου στο χώμα Ιάσονα δε σε λυπάμαι όχι, ας σε λυπηθούν αυτοί που ξέρουν εγώ δεν έμαθα ποτέ.

Συνέχισα να κουνώ τα χέρια μου και να δίνη να δημιουργώ, τον έβλεπα εκεί κάτω στο χώμα όσο μας σήκωνε ο αέρας εμένα και τα αγόρια μου, από την Ανατολή μια άμαξα με τους φτερωτούς μου δράκοντες μας μετέφερε μετά από πολλά Μυστήρια στα Ηλύσια Πεδία όπου ήσυχη πια μαζί με τα παιδιά μου, αφηγούμαι την Ιστορία μου σε όποιον περαστικό θελήσει… Σε ευχαριστώ ξένε που κάθισες και την άκουσες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα