Ζωές που πορεύτηκαν στο πριν, σε πείσμα νέων καιρών και σε ποιήματα αχάριστων ποιητών…
Ψυχές που χάθηκαν σε Ωκεανούς και βγήκαν σε αφιλόξενα Νησιά παρασυρμένες από τις Σειρήνες, κυνηγημένες από την Αγάπη λες και είχαν Κατάρα από Θεούς και Ανθρώπους, χωρίς να ξαποστάσουν και Εκείνος ένιωθε πως δεν χωρούσε πουθενά, παρακαλούσε τους Θεούς να τον αφήσουν να σβήσει ήσυχα αλλά Εκείνοι δεν τον άκουγαν, παρακαλούσε τις Μούσες να σβήσουν από την Ψυχή του τον πόνο της έλλειψης αλλά Εκείνες δεν του έδιναν Σημασία. Οι Μέρες περνούσαν, οι Μήνες, οι Εποχές, τα Χρόνια, οι Αιώνες… γύριζε Πόλεις, Χωριά, Κράτη, Ηπείρους, στο διάβα του έβρισκε Ανθρώπους που γεννιόντουσαν, μεγάλωναν, πέθαιναν, Εκείνος όμως έμενε πάντα Νέος και πάντα Μόνος…